† Ο Ιδρυτής του Συλλόγου μας

ΒΙΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ

Στο παρόν άρθρο για τον Μακαριστό Σεβασμιώτατο Κων/νο, έχουν συγκεντρωθεί από τεύχη του Ιεραποστολικού Ταχυδρόμου κάποιες πληροφορίες για το Βίο του Πνευματικού μας πατέρα.

Ο αείμνηστος, φωτισμένος και αγιασμένος με τα μύρα του Παναγίου Πνεύματος Ιεράρχης ήταν ο άνθρωπος του Θεού.

Γεννήθηκε το 1918 στα Δουμενά των Καλαβρύτων. Στην μεγάλη υπερπολύτεκνη πατρική του οικογένεια ξεχώριζε ανάμεσα στα 7 αδέλφια. Σεμνός, γλυκύς, πρόθυμος, αγνός, υπάκουος, δέχτηκε τις εγκάρδιες ευχές και την ευαρέσκεια του σεβάσμιου πατέρα του Βασιλείου.

Στην Πάτρα ως μαθητής του νυκτερινού Γυμνασίου, εργαζόμενος την ημέρα, διακρινόταν για το ήθος και τις αρχές του. Στην νεανική του αυτή ηλικία ευτύχισε να συνδεθεί και να έχει ως Πνευματικό του το μέγα πνευματικό ανάστημα της πόλεως των Πατρών, τον άγιο Πνευματικό και καθοδηγητή χιλιάδων ψυχών, και μάλιστα νεανικών, τον αείμνηστο Αρχιμανδρίτη π. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο, η φωτεινή προσωπικότητα του οποίου σφράγισε ανεξίτηλα την νεανική του ψυχή.

Το 1939 εκλήθη να εκπληρώσει την στρατιωτική του θητεία και υπηρέτησε στον ένδοξο πόλεμο του 1940-41. Μάλιστα το 1941 συνελήφθηκε από τους Γερμανούς. Η Θ. Πρόνοια τον φύλαξε.

Στην Αθήνα, ως φοιτητής της Θεολογικής Σχολής κατά τα μετακατοχικά χρόνια (1942), καθοδηγούμενος υπό εμπνευσμένων Πνευματικών πατέρων της Αδελφότητος Θεολόγων «Ζωή», πολλών χριστιανών επιστημόνων και διακεκριμένων Πανεπιστημιακών Διδασκάλων ανδρώθηκε πνευματικά και εξοπλίσθηκε ιεραποστολικά για την πνευματική και ιεροκηρυκτική του διακονία στον μεγάλο αγρό της Εκκλησίας μας. Αδαμάντινος και ακούραστος πήρε το πτυχίο του το 1948.

Ευλογία Κυρού Κωνσταντίνου Αρχιερέως

Στο φοιτητικό οικοτροφείο του μακαριστού Ηλία Γκέτση, μετέπειτα Μονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ιδιώτη και αγραμμάτου κατά κόσμο, σοφού όμως και ενάρετου κατά Θεό, υπήρξε το πρότυπο και το υπόδειγμα των οικοτρόφων. Από το στόμα του μακαριστού αυτού Μονάχου ακούστηκε ότι ο νέος φοιτητής τότε Κωνσταντίνος είχε ένα φωτεινό αγγελικό πρόσωπο και διακρινόταν ανάμεσα στους συνοικοτρόφους του, που αργότερα έγιναν Αρχιερείς και καλοί επιστήμονες.

Στην Άρτα, ως λαϊκός Ιεροκήρυκας της Αποστολικής Διακονίας, άφησε φωτεινή εποχή με την διοργάνωση των Κατηχητικών Σχολείων, των νεανικών εντευκτηρίων και των ιεραποστολικών περιοδειών.

Στην Ιερά Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης, λίγο αργότερα, ως Ιεροκήρυκας-Αρχιμανδρίτης, ανέπτυξε ακόμη περισσότερο, ως Κληρικός πλέον και Πνευματικός, το ποιμαντικό, κατηχητικό και ιεραποστολικό του έργο. Ακόμη και σήμερα, μετά από πολλά χρόνια παραμένει ζωντανό το πέρασμα του και θα συνεχίζεται στα μέρη εκείνα η φλογερή ιεραποστολική προσπάθεια του μακαριστού Κωνσταντίνου με τους σημερινούς άξιους συνεχιστές του.

Στην Κω (1954-1956), όπου απεπέμφθη, δια τον λόγο και την μαρτυρία του Ιησού Χριστού, απτόητος και αλύγιστος ο τίμιος και ακαταπόνητος εργάτης του Ιερού Ευαγγελίου δεν υπέκυψε στιγμήν την σημαία του ιερού αγώνος και της ιεραποστολικής διακονίας. Εργάστηκε άοκνα ως Ιεροκήρυκας στη Ναυτική Σχολή της Κω, αλλά και σ’ όλο το νησί επέκτεινε τις πνευματικές και κατηχητικές του δραστηριότητες.

Στην Ιερά αυτή Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας, που επί 12ετία (από το 1956 έως το 1968) εργάσθηκε ακαταπόνητα με απαράμιλλο ζήλο και υποδειγματική εργατικότητα ως Ιεροκήρυκας και πνευματικός, μέχρις ότου αναλάβει το τιμόνι της Τοπικής Εκκλησίας ο άξιος και ενάρετος εκείνος Ποιμενάρχης, μακαριστός Μητροπολίτης Λεβαδείας κυρός Νικόδημος, ο όποιος και θεοκινήτως παρέδωσε την σκυτάλη της διαποιμάνσεώς της εις τον άξιο διάδοχο του και επιδέξιο σημερινό οιακοστρόφο του πηδαλίου της Ελλαδικής μας Εκκλησίας Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο τον Β’.

Το 1962 ίδρυσε την Ορφανική Στέγη στην πόλη της Λειβαδιάς, αφιερώνοντας την στην Αγία Ταβιθά. Στο ίδρυμα αυτό φιλοξενούνται κορίτσια που έμειναν ορφανά από μητέρα και πατέρα, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Ο πατήρ Κωνσταντίνος με τη συμπαράσταση αφιερωμένων κυριών φρόντιζε για την εν Χριστώ παιδεία των ορφανών και στη συνέχεια την αποκατάστασή τους. Στον ίδιο χώρο ο ευρηματικός Επίσκοπος διοργάνωνε τα πρώτα συνέδρια Χριστιανών γυναικών, συζύγων των ιερέων, νέων μητέρων και κατασκήνωση για οικογένειες. Ακόμη και φέτος, παρά την εν σώματι απουσία του, έχουν προγραμματισθεί ανάλογες δραστηριότητες.

Στην Καρδίτσα, που τον ανύψωσε η Χάρη του Θεού σε Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων το σωτήριο έτος 1968, κατανάλωσε κατά κυριολεξία, εαυτόν στην ποιμαντική, πνευματική, φιλανθρωπική και ιεραποστολική διακονία του λαού του Θεού.

Δύο λόγια καρδιάς από έναν Ιεραπόστολο προς τον Σεβαστό Γέροντα

Αναδιοργάνωσε και ανασυγκρότησε πνευματικά και διοικητικά την μεγάλη και εκτεταμένη Μητροπολιτική του Επαρχία. Ανοικοδόμησε πολλούς Ιερούς Ναούς, ανήγειρε Μαθητικά Οικοτροφεία, Γηροκομείο, Πνευματικά Κέντρα και Νεανικές κατασκηνώσεις, λειτούργησε από την πρώτη χρονιά Οικοτροφεία Αρρένων και Θηλέων, Εκκλησιαστικές Κατασκηνώσεις, Εκκλησιαστικό Βιβλιοπωλείο και όργωνε την Ιερά Μητρόπολη του με ιεραποστολικές περιοδείες και εξορμήσεις Ιεροκηρύκων, Θεολόγων, Κατηχητών και νέων, που διέδιδαν τα χριστιανικά έντυπα.

Χειροτόνησε νέους καλούς κληρικούς και συχνά πραγματοποιούσε συνάξεις και σεμινάρια Ιεροσπουδαστών, αφού είχε πολλούς υποψηφίους Κληρικούς η θεόσωστος επαρχία του.

Η πολύκαρπος 6ετής ποιμαντορία του διεκόπη, ως γνωστό, το 1974, με τις σκληρές παρεμβάσεις του δικτατορικού καθεστώτος εις τα της Εκκλησίας, και άνευ κατηγορητηρίου και ουδεμίας καταδικαστικής αποφάσεως.

«Άκαμπτος και αλύγιστος στην πίστη, την αφοσίωσή του στην Εκκλησία και το αγωνιστικό του φρόνημα, ψιθύριζε τα τελευταία λόγια του Ιερού Χρυσοστόμου· «δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν», αποχωρίσθηκε με οδύνη ψυχής από το λογικό του ποίμνιο.

Πτωχός και αφερέοικος έφτασε τον Αύγουστο του 1974 στην πρωτεύουσα και εγκαταστάθηκε προσωρινά στα κτίρια της Κατηχητικής Σχολής του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στην Κυψέλη Αθηνών. Και από την ίδια μέρα άρχισε να σκέπτεται και να εργάζεται ιεραποστολικώς στο χώρο, που ο Πανάγαθος οδήγησε τα βήματα του.

Έθεσε τις βάσεις και οργάνωσε τον Πανελλήνιο Όμιλο Εξωτερικής Ιεραποστολικής και μετά από αρκετά χρόνια ο Όμιλος αυτός απέκτησε μόνιμες ευρύχωρες εγκαταστάσεις και παραρτήματα στη Λιβαδειά, την Θήβα, το Χρισσό, τα Φάρσαλα, την Ιτέα, την Χαλκίδα και την Καρδίτσα, με πολλή σημαντική προσφορά στο έργο της εξωτερικής Ιεραποστολής. Παράλληλα με την έκδοση του περιοδικού «Αγία Ταβιθά», έκδιδε και το τριμηνιαίο περιοδικό «Ιεραποστολικός Ταχυδρόμος».

Αργότερα, παρέλαβε ένα άγριο, αδιαμόρφωτο λόφο, μια ετοιμόρροπη εκκλησία (την Αγία Ανάληψη). Ο λόφος ήταν πλημμυρισμένος με φίδια, αρουραίους. Άγρια τσακάλια ούρλιαζαν τις νύχτες και όμως έγινε το θαύμα. Η αύρα του Αγ. Πνεύματος είδε την ταπεινή ψυχή του ταπεινού, άδικα εξόριστου, Ιεράρχη και πέρασε, άγιασε τον ευλογημένο αυτόν χώρο. Τα άγρια βράχια έσπασαν, απομακρύνθηκαν, ήρθαν τόνοι με καθαρό χώμα, φυτεύτηκαν χιλιάδες καρποφόρα ή δασικά δέντρα, δημιουργήθηκε η πρώτη, η τέλεια κατασκηνωτική μονάδα στην Ελλάδα για τα ορφανά της «Αγίας Ταβιθά» και ένα πλήθος άλλων νεανίδων.

Η ιστορία των κατασκηνώσεων

Εργαζόμενος ιεραποστολικώς δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχος και ασυγκίνητος στο προσκλητήριο των παιδιών της μεγάλης, ευλογημένης και πληθυνομένης διαρκώς οικογενείας της «Αγίας Ταβιθά», γι’ αυτό και επέκτεινε την πατρική του μέριμνα και φροντίδα στο εκκλησιαστικό αυτό «Ίδρυμα της Λιβαδειάς».

Στην Πορτίτσα (κοντά στην Καρδίτσα) πάνω σε ένα υπέροχο λόφο, ονειρεύτηκε η άγια ψυχή του να ιδρύσει ένα διορόδοξο κέντρο, για να προβάλλεται παγκόσμια ο Ελληνορθόδοξος πολιτισμός με παγκόσμια, αλλά Ορθόδοξα Συνέδρια.

Όλα τα έργα του τα oπoία δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν εδώ έγιναν χωρίς κρατικές επιχορηγήσεις ή χρήματα μέσω προγραμμάτων, αλλά με τον οβολόν των συνεργατών του και πολύ προσωπικό ιδρώτα.

Όλα αυτά τα 33 χρόνια της πικρής δοκιμασίας, «της θλίψεως της μεγάλης», υπέμεινε με ψυχική γαλήνη, ψυχραιμία και παραδειγματική καρτερία και υπομονή τον πόνο εκ του απορφανισμού του ποιμνίου του και τον αντιμετώπισε ως παραχώρηση και θέλημα Θεού αγόγγυστα και αταλάντευτα, μέχρι τέλους δόξαζε το Όνομα του Θεού και εργαζόμενος στο έργο του Κυρίου και Θεού μας.

Με τον Πανελλήνιο Χριστιανικό Όμιλο Εξωτερικής Ιεραποστολής στην Αθήνα και με τα παραρτήματα Καρδίτσας, Λειβαδιάς, Θήβας, Φαρσάλων, Χρισσού και Ιτέας, η Εξωτερική ιεραποστολή προχώρησε με άλματα. Από τις βαλκανικές χώρες ανηφόρησε προς την Ουκρανία, έφθασε στην Αφρική, απλώθηκε προς τις Ινδίες, Κορέα, Μαδαγασκάρη, αγκάλιασε όλη σχεδόν την οικουμένη, επεκτάθηκε στα πέρατα της γης.

Το όνομα του Σεβ/του Κων/νου έχει στενά συνδεθεί με την εξωτερική ιεραποστολή και θα παραμείνει στην Εκκλησιαστική Ιστορία σαν «ο Δεσπότης της Ιεραποστολής».

Ήταν o αληθινός και στοργικός πατέρας και ποιμένας με το ιεραποστολικό φρόνημα. Ήταν o Ιεράρχης πνευματικών αξίων και αρχών, των οποίων δεν πρόδιδε ποτέ. Ήταν αδικημένος, άδολος, αδούλωτος και αδιάφθορος. Είχε αληθινή, πραγματική πίστη και αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους. Η ζωή του ήταν μαρτυρική με οσιακό τέλος. Η Αγία ψυχή του φτερούγισε στα ουράνια στις 24 Μαρτίου του 2007, στο «Ευγενίδειο Νοσοκομείο».

Εκοιμήθη! (24-3-07)

Με όλα αυτά, που είπαμε εν συντομία γύρω από την επίγεια διαδρομή και διακονία του, καταδεικνύεται ότι όντως ο εκλεκτός και τετιμημένος αυτός Ιεράρχης της Εκκλησίας υπήρξε ο άνθρωπος του Θεού απ’ τα πρώτα χρόνια ως τα στερνά του.

Φωτογραφίες & οπτικό-ακουστικό Υλικό