Ιεραποστολικά

Ο νέος φοιτητής και η πείνα του

Από το υπό έκδοσιν βιβλίον του Σεβ/του Μητροπολίτου ΚΕΝΥΑΣ κ. ΜΑΚΑΡΙΟΥ «Μαρτυρίες ζωής» τόμος Β’ παραθέτουμε κατωτέρω ένα απόσπασμα.

Τα βράδια, συνήθως, μας έχει πια γίνει συνήθεια να κάνουμε έναν απολογισμό, μια ανακεφαλαίωση των δραστηριοτήτων της μέρας που πέρασε. Δηλαδή, για να εξηγηθούμε, δεν γίνεται οποιαδήποτε γραπτή αναφορά, αλλά μια επαναφορά της μνήμης, χωρίς καμιά επισημότητα. Απλά, η σκέψη και η προσευχή συμμετέχουν σ’ αυτό το έργο.

Έτσι, καθισμένος κάποτε μόνος μου ή, τις πιο πολλές φορές, με τους ιεροσπουδαστές της Πατριαρχικής Σχολής, συνομιλούμε και συμπληρώνουμε τη μέρα μας, με μια ευχαριστήρια προσευχή για τον «επιπλέον χρόνον», την «επιπλέον» μέρα, που μας χάρισε ο Θεός μας, για να επιτελέσουμε τα έργα του. Τον ευχαριστούμε και «υπέρ απασών των φανερών και αφανών ευεργεσιών» που μας χάρισε και μας χαρίζει.

Ένα βράδυ λοιπόν κι ενώ σκεφτόμουν «τι δ’ έπραξα, τι παρέβην, τι δεν μοι δέον ουκ ετελέσθη», μου κτύπησε η πόρτα. Απάντησα στο χτύπημα θετικά. Η θύρα δεν ήταν κλειδωμένη, με κλειδί, αλλά ήταν κλειστή τόσο, όσο να μην μπορούν να μπουν μέσα ανεπιθύμητα ζωύφια, αλλά και επικίνδυνες φαρμακερές οχιές, μαυριδερά, χοντρά φίδια ή βάτραχοι.

Με το «ναι», που απάντησα, μπήκε μέσα ένας νέος ψηλός και λεπτός, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στο νεανικό πρόσωπό του. Κι, όπως γίνεται πάντα, με χαιρέτησε με ευγένεια και σεβασμό. Τον καλησπέρισα και του έκανα νόημα να καθήσει. Τον πρόσεξα να κάθεται άνετα, αλλά με κάποια αβεβαιότητα. Πρώτη φορά, ερχόταν να με συναντήσει. Του ανταπόδωσα το χαμόγελο και, με τρόπο, τον καθησύχασα. Τον πρόσεξα πως πήρε θάρρος, πως αναπαύθηκε. Ποιός όμως ήταν ο λόγος της επίσκεψής του; Ποιό να ήταν το πρόβλημά του;

«Ποιό είναι το πρόβλημά μας;», έσπευσα και τον ρώτησα. Με χαμηλή φωνή και με κάποια επιφύλαξη μου εξομολογήθηκε: «Είμαι τρεις μέρες νηστικός».

Ένοιωσα ένοχος. Αν είναι δυνατόν καποιος νέος σήμερα και μάλιστα ανάμεσά μας, τόσο κοντά μας, από πείνα να βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση. «Θεέ μου! τι να κάνω; Πόσες περιπτώσεις, πόσοι άνθρωποι, πόσος πόνος, πόση ευθύνη;» έκανα τις σκέψεις.

«Τι θα πούμε αύριο όλοι στον Κύριό μας», αναλογίστηκα.

Δεν χρειαζόταν δεύτερη σκέψη. Δεν μπορούσα να μη συγκινηθώ, ως άνθρωπος, και, προπαντός, ως ποιμένας, να μην αισθανθώ ενοχή γι’ αυτό τον νέο. Ομολογώ πως η περίπτωσή του, αλλά και η σεμνότητά του, πραγματικά, με προβλημάτισαν. Με προβλημάτισαν αλλά και με έλεγξαν εσωτερικά. Μου έδωσε ένα γερό μάθημα.

Τον άκουσα με πολλή προσοχή. Έβλεπα ότι δυκολευόταν και, από τα νεανικά μάτια του, όταν μιλούσε, ενώ καθόταν, ανάβλυζε κι ύστερα κατρακυλούσε προς το μάγουλό του ένα δάκρυ.

«Ακόμα μια εικόνα του Θεού, μέσα στις πολλές, πονεμένη και περιφρονημένη», έκαμα τη σκέψη.

Αναλογίστηκα τις ώρες, τις μέρες και τις νύχτες που κοιμόταν νηστικός!

Υπαίθριος θεία Λειτουργία στην περιφέρεια της Ιεράς Μητροπόλεως ΚΕΝΥΑΣ

Άρχισε να μου εξιστορεί, με τον δικό του τρόπο, με τη δική του την αφέλεια, ειλικρίνεια και εντιμότητα, την όλη κατάστασή του.

«Τι να κάνω κύριε», μου έλεγε, «οι γονείς μου μου έδωσαν τη ζωή, αυτό το πολύτιμο δώρο. Ναι μου έδωσαν ζωή και πνοή μαζί. Μ’ έκαναν να είμαι κάτι και να αισθάνομαι ότι ανήκω σ’ αυτό τον ωραίο κόσμο της δημιουργίας του Θεού».

Τα λόγια του ήταν λόγια απλά, γεμάτα καλοσύνη και αγάπη, απλότητα και ειλικρίνεια.

Στη συζήτηση κι όταν τον ρώτησα πως μπόρεσε να τελειώσει το Γυμνάσιο, μου απάντησε ότι, επειδή ήταν καλός και άριστος μαθητής, ένας σπλαχνικός καθηγητής του τον βοήθησε. Η μητέρα του, στα παιδικά του χρόνια, για να φοιτήσει αυτός στο σχολείο, πωλούσε κοτόπουλα και λαχανικά στον δρόμο. Η ώρα περνούσε. Ο νέος πήρε θάρρος και ήθελε να μου μιλάει συνέχεια για τη ζωή του. Δεν έδειχνε πια καθόλου απογοητευμένος, αντίθετα αισθανόταν αυτή την εσωτερική ανάγκη της επικοινωνίας. Την είχε τόσο ανάγκη, κι ας ήταν νηστικός. Η προσωπική του ιστορία άλλη μια ιστορία που με τις εμπειρίες της οικοδομεί και διδάσκει. Τέτοια περιστατικά γίνονται αιτία να ξυπνήσουμε. Ν’ αφυπνιστούμε και ν’ αφήσουμε, κατά μέρος τις μικρότητες και τις αερολογίες, που πραγματικά μας απομακρύνουν από το άγιο θέλημα και το πρόσωπο του Χριστού μας.

Ο νέος άνοιξε, κυριολεκτικά σε πλήρη εξομολόγηση, την καρδιά του. Η επικοινωνία μας εκείνο το βράδυ συνεχίστηκε ως αργά. Από μέρους μου, έπρεπε να έχω αρκετή υπομονή για να ακούω και, ταυτόχρονα, να συμπάσχω. Ό,τι έλεγε αυτός ο νέος έπρεπε να το προσέξω, να το σημειώσω και, οπωσδήποτε, να το κάμω δικό μου πρόβλημα.

Αλλά πως έφτασε μέχρι την Πατριαρχική Σχολή και το επισκοπικό μου γραφείο αυτός ο νέος;
Η απάντηση ήταν αποκαλυπτική.

Ούτε πατέρα, ούτε μητέρα είχε πια στη ζωή. Ήταν πεντάρφανος. Είχε όμως και διατηρούσε μέσα του τη βεβαιότητα της παρουσίας του Θεού. Ο ίδιος ο Θεός είχε το δικό Του σχέδιο, όπως συμβαίνει με τον καθένα μας. Χωρίς τη θεϊκή επέμβαση, δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε τη ζωή μας ούτε να πλάσουμε κάτι, για τη δική μας ωφέλεια.

Έτσι, κι ο νέος αυτός, παρόλο το μεγάλο πρόβλημα της ορφάνειας του, είχε ένα πρόσωπο που τον αγαπούσε και τον ανέλαβε, με όλη την αγάπη, πραγματική μάνα και αληθινός πατέρας. Ήταν η γιαγιά του. Αυτή η γυναίκα συμπλήρωνε τα πάντα. Μπορεί να ήταν φτωχή, αγράμματη, όμως ήθελε το εγγονάκι της να πάρει τη σωστή παιδεία και την κατά Χριστόν διαπαιδαγώγηση.

Τι έκανε για να τον μορφώσει; Πωλούσε τα λαχανικά που καλλιεργούσε στον κήπο της και τα αυγά από τις κότες που έθρεφε στην αυλή της.’Ετσι ο εγγονός της μπόρεσε να πάρει τη δέουσα μόρφωση. Δεν ήταν φυσικά εύκολη η ζωή των παιδικών και των νεανικών του χρόνων. Για να πάει στο σχολείο, έπρεπε να διανύει μερικά χιλιόμετρα κάθε πρωί, χωρίς παπούτσια, ξυπόλυτος. Το ίδιο κι όταν πήγε στο Γυμνάσιο. Επιστρέφοντας έπρεπε να πάει στο δάσος για να ψάξει να βρει ξύλα, να τα κόψει και να τα φορτωθεί στο κεφάλι του. Κι όταν έφθανε στον χώρο της διαμονής του, τα ξύλα αυτά θα τα χρησιμοποιούσε ν’ ανάψει φωτιά η γιαγιά του για να ετοιμάσει το φαγητό τους. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Νερό δεν υπήρχε.’Επρεπε να πάει στο πιο κοντινό ποτάμι για να το μεταφέρει, επειδή ήταν τόσο απαραίτητο για το φαγητό, αλλά και για λόγους υγείας. Μπορεί το νερό αυτό να μην ήταν καθαρό αλλά, μια που δεν υπήρχε άλλο, ήταν το μόνο που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν. Αυτές τις εργασίες τις έκανε όλα τα χρόνια που φοιτούσε στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο. Με αυτό τον τρόπο, μια και ο ίδιος βοηθούσε, η γιαγιά του αισθανόταν μια ανακούφιση. Έτσι μπορούσε η ίδια ν’ ασχολείται με την καλλιέργεια των λαχανικών και στη συνέχεια με τη διάθεσή τους στην αγορά.

Εκείνο το βράδυ της πρώτης συνάντησης μας στάθηκε σημαντικό στη ζωή του. Συμφωνήσαμε, με τη δική μου φροντίδα, τη φροντίδα της Εκκλησίας, να πάρει εγγραφή στο Διδασκαλικό μας Κολλέγιο.

Τα χρόνια αυτά της στέρησης και της μεγάλης ορφάνιας τον ανέδειξαν, μπροστά στα μάτια μου, ήρωα της ζωής.’Ηρωα, γιατί με τον δικό του μόχθο και με πολλή θυσία κατόρθωσε να προσπεράσει τα εμπόδια. Ν’ αγωνιστεί και ν’ αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις και, μάλιστα, ν’ αριστεύσει και να μπορέσει να αποφοιτήσει δάσκαλος από το Κολλέγιο.

Από τότε, ο άριστος μαθητής, ο άριστος φοιτητής, ο αφοσιωμένος και ευλαβής νέος, το «πεντάρφανο», είναι να τον καμαρώνει και να τον χαίρεσαι συμμετέχει, ενεργά, στη ζωή της Ορθοδόξου μας Εκκλησίας, την οποία ελπίζει μια μέρα και από το Ιερό Θυσιαστήριο, ως λειτουργός του Υψίστου , ν’ αξιωθεί να υπηρετήσει.