Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου: Οι ηλικιωμένοι στην οικογένεια

 ΜΕΡΟΠΗΣ  Ν.  ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ὁμότιμης Καθηγήτριας Παν/μίου Ἀθηνῶν

 

Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου:

Οι ηλικιωμένοι στην οικογένεια

 

Ἀπό τόν τίτλο καί μόνο τῆς ὁμιλίας μου, γίνεται προφανής ἡ διπλῆ διάσταση αὐτοῦ τοῦ τόσο σημαντικοῦ θέματος. Ἡ μία διάσταση ἀφορᾶ στήν κρυστάλλινη σαφήνεια τῆς 5ης ἐντολῆς, ἡ ὁποία δέν ἀφήνει περιθώρια γιά διαπραγμάτευση χρονικῶν ὁρίων καί συγκυριακῶν συμβιβασμῶν. «Τίμα…» Συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως. Ὄχι μόνο ὅταν ἐσύ εἶσαι νέος καί ἔχεις ἀνάγκη τούς γονεῖς, ἤ ὅταν ἐκεῖνοι εἶναι ἀκόμα νέοι καί δυνατοί, ἤ, ἀντίθετα, ὅταν τούς χάσεις καί σέ καταθλίβει ἡ ἀπώλειά τους. Ὄχι. Νά τους τιμᾶς, μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά σου, ἀλλά κυρίως μέ τίς πράξεις σου, ὅσο ἐκεῖνοι βρίσκονται στή ζωή, ἀλλά καί ὅταν ἔχουν φύγει, ὅσο ἐσύ ζεῖς πάνω σ’ αὐτήν τή γῆ.

Ἡ δεύτερη διάσταση τοῦ θέματος ἔχει νά κάνει μέ τήν ὕπαρξη ὑπερή-λικων γονιῶν μέσα στήν εὐρύτερη οἰκογένεια. Λόγω τῆς αὐξήσεως τοῦ μέσου ὅρου ἐπιβίωσης, ἡ συνύπαρξη αὐτή γίνεται ὅλο καί πιό συχνή, μέ  θετικές καί  ἀρνητικές ὄψεις, τόσο γιά τούς ἴδιους τούς ὑπερήλικες, ὅσο καί γιά τά ὑπόλοιπα μέλη τῆς οἰκογένειας.

Εἶναι γεγονός ὅτι, στίς χῶρες πού συνηθίζουμε νά χαρακτηρίζουμε ὡς «προηγμένες», οἱ σχέσεις γονιῶν καί παιδιῶν εἶναι, συνήθως, χαλαρές. Συχνά δέ, ἀπό τήν ἐφηβεία καί μετά, τά παιδιά ἀπομακρύνονται καί σωματικά ἀπό τήν πυρηνική οἰκογένεια, μέ σχέσεις κάπως τυπικές ἤ καί ἀνύπαρκτες. Εὐτυχῶς, στήν πατρίδα μας, ἀκόμα τά πράγματα διαφέρουν καί, σέ ὅλες τίς σχετικές κοινωνικές ἔρευνες, οἱ νέοι μας, κατά τήν ἱεράρχηση τῶν ἀξιῶν τους, δίνουν στήν οἰκογένεια πολύ ὑψηλή θέση.

Ὅμως, οἱ κοινωνικές συνθῆκες πού συνεχῶς ἀλλάζουν, ἀλλά καί ἠ γενικότερη περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, τῶν δικαιωμάτων, τῶν ἀπαιτήσεων, τῶν ἐπιθυμιῶν πού μεταφράζονται ἀδιακρίτως σέ ἀνάγκες, τῶν συνεχῶν διεκδικήσεων, ὅπως καί ἡ μίμηση σαθρῶν προτύπων πού ἐπίμονα προβάλλονται, φαίνεται ὅτι ἐπιδροῦν πιά καταλυτικά στόν τρόπο διαβίωσης καί στήν συμπεριφορά καί τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς οἰκογένειας, κυρίως στά μεγάλα ἀστικά κέντρα.

Κατά συνέπεια, πολλοί καί διαφορετικοί – γιά τήν κ ά θ ε συγκεκριμένη οἰκογένεια – παράγοντες εἶναι αὐτοί πού διαμορφώνουν ἀντίστοιχα καί ἐπηρε-άζουν τίς διάφορες οἰκογενειακές καταστάσεις. Θά μπορούσαμε, ἑπομένως, νά ὑποστηρίξουμε ὅτι, καί γιά τά συμβαίνοντα μέσα στίς οἰκογένειες, ἰσχύει κάτι παρεμφερές πρός τό γνωστό ἰατρικό ἀξίωμα πού λέει ὅτι :«Δέν ὑπάρχουν ἀσθένειες, ἀλλά ἀσθενεῖς, καί κάθε περίπτωση εἶναι μιά εἰδική περίπτωση».

Παρά ταῦτα, θά ἐπιχειρήσω μιά, κατά τό δυνατόν, γενική θεώρηση τοῦ θέματος, ἐξετάζοντάς το, τόσο ἀπό τήν πλευρά τῶν νέων μελῶν μιᾶς οἰκο-γένειας, ὅσο καί ἀπό τήν πλευρά τῶν ὑπερηλίκων. Καί ἐπειδή, ἕνας καίριος καί ἄκρως καθοριστικός παράγοντας εἶναι ἡ κατάσταση τῆς σωματικῆς καί πνευματικῆς ὑγείας τῶν ὑπερηλίκων, θά ἀναφερθῶ πρῶτα σέ ὅσα μπορεῖ νά ἰσχύουν ὅταν οἱ ὑπερήλικες εἶναι σχετικά ὑγιεῖς. Ὅταν ἔχουν, δηλαδή, τή δυνατότητα, ὄχι μόνο νά αὐτοεξυπηρετοῦνται καί νά ἐπικοινωνοῦν μέ τούς δικούς τους, ἀλλά, συχνά, εἶναι καί σέ θέση νά προσφέρουν ἠθική συμπα-ράσταση, ὅπως καί χρήσιμες ἤ καί πολύτιμες ἀκόμα ὑπηρεσίες στά παιδιά καί στά ἐγγόνια τους.

 Στίς εὐλογημένες αὐτές περιπτώσεις, καί ἐφ’ ὅσον ὁ τόπος κατοικίας καί οἱ ἀποστάσεις ἐπιτρέπουν τήν φυσική ἐπικοινωνία τῆς εὐρύτερης οἰκογέ-νειας, πιστεύω ὅτι, μέ τήν τήρηση κάποιων προϋποθέσεων – τόσο ἀπό τούς νέους, ὅσο καί ἀπό τούς ὑπερήλικες – ἡ 5η ἐντολή, μέ ὅλες της τίς προεκτάσεις, μπορεῖ, ἀβίαστα, νά γίνει βίωμα καί συνειδητή πράξη ζωῆς.

* * *

Ἀρχίζοντας ἀπό τίς προϋποθέσεις πού ἀφοροῦν στούς ν έ ο υ ς ἤ καί τούς λιγότερο νέους, πού ἔχουν τήν τύχη νά βλέπουν δίπλα τους καί τούς δύο ἤ ἔστω τόν ἕναν ἀπό τούς ἡλικιωμένους γονεῖς τους, θά προσπαθήσω, ὅσο πιό ἐπιγραμματικά μπορῶ, νά ἀπαριθμήσω καί νά καταθέσω στήν κρίση σας μερικές ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις.

Ὡς Πρώτη προϋπόθεση, θά ἔβαζα τήν ἀνάγκη νά συνειδητοποιοῦν, ἐγκαίρως, τά ὑπεραπασχολημένα, ἴσως, ἐνήλικα παιδιά, πού ἐνδεχομένως εἶναι πιά αὐτά τά ἴδια οἰκογενειάρχες, ὅτι«τούς γονεῖς δέν θά τούς ἔχουν μαζί τους γιά πάντα», παίρνοντας ἀφορμή ἀπό ἕνα ἀπόσπασμα κειμένου τοῦ Κωνσταντίνου Τσάτσου. Γράφει χαρακτηριστικά στή «Λογοδοσία μιᾶς ζωῆς»:

«Ὁ πιό ζωηρός μου πόθος, ἕνας πού κάθε λίγο ξανάρχεται ἴδιος, εἶναι νά ἀνασταίνονταν ἡ μάνα καί ὁ πατέρας μου, νά ζήσω ἕναν καιρό μαζί τους, νά τούς διηγηθῶ τή ζωή μου. Κι ἐγώ πού τώρα τελείως ἀδιαφορῶ γιά τή γνώμη τοῦ ξένου κόσμου, θά ἤθελα ἐκεῖνοι νά μέ καμαρώσουν. Μεγαλύτερη ἀγαλλίαση δέν θά μποροῦσα νά νιώσω. Ξέρω πώς, τά λίγα πού κατόρθωσε ὁ γιός τους, θά τούς φαίνονταν σπουδαῖα. Καί θά τούς ἔδιναν ἀπέραντη εὐχαρίστηση…».

Ὅμως, ὅλοι ξέρουμε ὅτι, αὐτός ὁ πόθος δέν θά πραγματοποιηθεῖ ποτέ. Καί τά λίγα αὐτά λόγια, πόσο καλά ἐκφράζουν τά συναισθήματα πού πολλοί ἀπό ἐμᾶς ἔχουμε νιώσει, ὅταν οἱ γονεῖς μας ἔφυγαν κι ἀρχίσαμε, σιγά-σιγά, νά ἀναλογιζόμαστε καί νά συνειδητοποιοῦμε τό πόσο φτωχά καί λίγα ἦταν, τελικῶς, αὐτά πού, ὅσο ζοῦσαν, τούς χαρίσαμε ἀπό τά συναισθήματα πού πλημμύριζαν πάντα τήν καρδιά μας γι’ αὐτούς, ἀλλά ἐμεῖς τά κρατούσαμε , μέ τσιγκουνιά θαρρεῖς, βουβά καί διπλοκλειδωμένα, χωρίς κάν νά ὑποψιαζόμαστε τήν μοναξιά τῆς τρίτης καί τέταρτης ἡλικίας.

Μέ πόση χαρά καί ἀνακούφιση θά καθόμασταν τώρα δίπλα τους, χωρίς νά βιαζόμαστε, σέ μιά ἤρεμη ὥρα ἀφιερωμένη μόνο σ’αὐτούς, καί κρατώντας τό τρεμάμενο, ἴσως, χέρι τους, θά μοιραζόμασταν μαζί τους ὅσα κάποτε ζητοῦσε, μέ λαχτάρα καί ἀγάπη, ἡ ἄηχη προσμονή στό βλέμμα τους. Στό βλέμμα πού ἐμεῖς, βιαστικοί καί ἀπρόσεκτοι, προσπερνούσαμε. Μήπως, ἀκόμα, δέν θά θέλαμε ἴσως νά ζητήσουμε τώρα κάποια ὀφειλόμενη κι εὐλογημένη συγγνώμη γιά τήν ἄστοχη κουβέντα μας, πού κάποτε τούς εἶχε πικράνει;

Κι ὅμως. Ἐμεῖς, τότε πού τούς εἴχαμε δίπλα μας, μέσα στή βουή καί τό ἄγχος τῆς καθημερινότητας, μέσα στή δίψα καί τήν ἀνεξέλεγκτη βουλιμία γιά δραστηριότητες, γιά ἄψυχα ὑλικά ἀγαθά, γιά κατακτήσεις στόχων, εἴχαμε πάψει νά θυμόμαστε ὅτι «δέν φτάνει νά ὑπάρχει ἡ ἀγάπη, πρέπει καί νά ἐκδηλώνεται μέ ἔγνοια καί πράξεις ». Εἴχαμε ἀκόμα πιστέψει πώς, «εὐτυχῶς οἱ γονεῖς εἶναι καλά καί, σίγουρα, σέ μιά ἀπό τίς προσεχεῖς ἑβδομάδες, θά προσπαθήσουμε νά βροῦμε, κάποια στιγμή, λίγο περισσότερο χρόνο, γιά νά τούς κάνουμε συντροφιά, νά πᾶμε μαζί τους μιά βόλτα, γιά νά τούς δείξουμε πόσο νοιαζόμαστε γιά νά τούς εὐχαριστήσουμε. Ἤ, ἀναγνωρίζοντας τήν ὅποια τυχόν βοήθεια ἐκεῖνοι πρόθυμα μᾶς προσφέρουν, θά βροῦμε κ ά π ο τ ε τήν εὐκαιρία νά τούς ποῦμε μιά γλυκιά μας κουβέντα, πού γι’ αὐτούς θά γίνει δῶρο ἀκριβό. Θά μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νά θυμηθοῦμε ἀκόμα ὅτι, τά ἄσπρα μαλλιά δέν καταργοῦν τήν ἀνάγκη γιά καλοσύνη καί τρυφερότητα. Θά βροῦμε κ ά π ο τ ε καί τήν κατάλληλη ἐποχή γιά νά νά τούς δείξουμε τήν ἔγνοια μας, νά χαροῦν καί αὐτοί μιά δυνατότητα πού θά τούς προσφέρουμε ὥστε νά κάνουν κάτι πού τούς εὐχαριστεῖ…». Νά, ὅμως, πού ἀφήνουμε τίς ἑβδομάδες, τούς μῆνες καί τά χρόνια νά περνοῦν, κι αὐτό τό «κάποτε», μπορεῖ νά καταλήξει νά γίνει μιά μέρα ἕνα πικρό καί ἀμετάκλητο «ποτέ»…Τότε πού δέν θά ὑπάρχει πιά κανείς γιά νά μᾶς προσφωνήσει τρυφερά «κορούλα μου» ἤ «άγόρι μου».

Ὅταν τό ἀναφέρω αὐτό, θυμᾶμαι πάντα μιά ἱστορία πού ἄκουσα σχετικά μέ τόν μεγάλο μας ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη. Στήν κηδεία τῆς μητέρας του πού πέθανε σέ ἡλικία μεγαλύτερη τῶν ἑκατό ἐτῶν, τότε πού ὁ Τσαρούχης εἶχε φτάσει ἤδη στά ὀγδόντα του χρόνια, ἕνας φίλος του προσπαθώντας νά τόν παρηγορήσει βλέποντας τον νά κλαίει σπαρακτικά, τοῦ εἶπε :

–      Μήν κάνεις ἔτσι βρέ Γιάννη. Πόσο θά μποροῦσε ἀκόμα νά ζήσει;

Καί ὁ Τσαρούχης τοῦ ἀπάντησε:

–      Δέν κλαίω γιά τή δική της ζωή πού τελείωσε. Κλαίω γιατί ἔφυγε πιά ἀπό τή ζωή ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος πού μέ θεωροῦσε ἀκόμα παιδί καί σάν παιδί μέ κανάκευε…

Μιά δεύτερη προϋπόθεση πού ἀφορᾶ καί πάλι τούς νέους, ἔχει νά κάνει μέ μιά, δύσκολη, ἀλλά συνειδητή προσπάθεια πού θά πρέπει νά κάνουν, ὥστε νά ἔχουν λίγο περισσότερη ἀνεκτικότητα καί νά μή θεωροῦν, ἐκ προοιμίου καί πάντοτε, ἐντελῶς ἀπαράδεκτα καί ξεπερασμένα ὅσα προσ-παθοῦν νά τούς ποῦν, ἀπό βαθιά ἀγάπη καί μόνο, οἱ ὑπερήλικοι. Καί, κυρίως, νά θυμοῦνται μιά σοφή παροιμία πού συμβαίνει νά σιγοψιθυρίζουν συχνά οἱ ἡλικιωμένοι καί λέει, «ἐκεῖ πού εἶσαι ἤμουνα, κι ἐδῶ πού εἶμαι θἄρθεις». Ἀνεκτίμητη σέ ἀξία εἶναι ἡ ἱκανότητα τῶν νέων νά μήν ἀντιδροῦν στίς κουβέντες τῶν ἡλικιωμένων μέ τρόπο πού προκαλεῖ ἔνταση καί στενοχώριες.

Ὅπως ὁ Μεγαλοδύναμος Θεός  ἄφησε τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο νά παίρνει τίς ἀποφάσεις του, ἔτσι καί οἱ νέοι ἐνήλικες θά πρέπει νά αἰσθάνονται ἐλευθεροι νά ἀποδέχονται ἤ ὄχι τή γνώμη τῶν ἡλικιωμένων γονιῶν καί νά κάνουν τίς προσωπικές τους ἐπιλογές, γιά τίς ὁποῖες πρέπει νά ἀναλαμβάνουν καί τήν εὐθύνη. Εἶναι, ὅμως, ἔνδειξη εὐλογημένης ὡριμότητας τό νά ὑπάρχει πάντα στή στάση τους, ἀπέναντι στούς γονεῖς, ὁ σεβασμός ἐκεῖνος πού, ὡς πρωταρχικό καί θεμελιῶδες συστατικό, ἐνυπάρχει μέσα στήν ἴδια τήν πρώτη λέξη τῆς 5ης ἐντολῆς «Τίμα…». Εἶναι, ἐπίσης, ἔνδειξη ὡριμότητας τό νά συνειδητοποιοῦν, οἱ νέοι ἐνήλικες, τ ρ ε ῖ ς ἁπλές ἀλήθειες πού συχνά τούς διαφεύγουν. Ὅτι, δηλαδή:

– οἱ ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι δύσκολα προσαρμόζονται σέ νέες νοοτροπίες καί καταστάσεις,

– πολλά ἀπό αὐτά πού λένε καί πιστεύουν οἱ ὑπερήλικοι, μέ τήν πεῖρα τους, μπορεῖ νά ἀποδειχθοῦν πολύ χρήσιμα γιά τή δική τους ἀτομική καί οἰκογενειακή ζωή, καί

– ὁ παπποῦς καί ἡ γιαγιά εἶναι, γιά τά ἐγγόνια τους, ἀστείρευτες πηγές ἀγάπης, ζεστές παραμυθένιες ἀγκαλιές, καί σοφοί δάσκαλοι ζωῆς γιά ἱερές ἀξίες καί παραδόσεις. Συγχρόνως, καί γιά τόν παπποῦ καί τή γιαγιά, τά ἐγγόνια εἶναι εὐλογημένες πηγές ζωῆς καί χαρᾶς.

Μιά τρίτη, τέλος, προϋπόθεση, πού ἀφορᾶ στή συμπεριφορά τῶν νέων ἀπέναντι στούς ἡλικιωμένους τῆς οἰκογένειας, εἶναι τό νά έχουν οἱ νέοι ἐπίγνωση ὅτι, ἡ δική τους συμπεριφορά, εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχι, κατα-γράφεται καί ἀντιγράφεται ἀπό τά δικά τους μικρά παιδιά. Γι’ αὐτό καί προδικάζει, συνήθως, τή στάση πού θά ἔχουν αὐτά τά παιδιά ἀπέναντί τους, ὅταν αὐτοί, οἱ νέοι τώρα γονεῖς, θά ἔχουν γεράσει. Ἡ σοφή ρήση τοῦ Πιττακοῦ τό καταγράφει ἀνεξίτηλα: «Οἵους ἄν ἐράνους εἰσενέγκης τοῖς γονεῦσι, τοιούτους αὐτός ἐν τῶ γήραϊ παρά τῶν τέκνων προσδέχου». Καί, πολύ παραστατικά, τό περιγράφει μιά μικρή ἱστορία πού μαθαίναμε κάποτε στό Σχολεῖο, ἐκεῖ στή χώρα τοῦ μεγάλου ποταμοῦ, γιά τό μικρό ἀγόρι καί τό ξύλινο πιάτο τοῦ παπποῦ.

* * *

Ἄς ἐξετάσουμε τώρα κάποιες ἀπό τίς προϋποθέσεις πού ἀφοροῦν στή συμπεριφορά τῶν  ὑ π ε ρ η λ ί κ ω ν, σέ σχέση μέ τά παιδιά καί τά ἐγγόνια τους, μέσα στήν εὐρύτερη οἰκογένεια.

Ὡς πρώτη προϋπόθεση, θεωρῶ ὅτι εἶναι τό νά συνειδητοποιήσουν ἐγκαίρως οἱ γονεῖς ὅτι, τά ἐ ν ή λ ι κ α παιδιά τους , παρά τό ὅτι γι’ αὐτούς δέν θά πάψουν ποτέ νά εἶναι τά παιδιά τους, εἶναι πιά ἐ ν ή λ ι κ ε ς, μέ ὅλες τίς προεκτάσεις αὐτοῦ τοῦ ὅρου. Ὅτι, δηλαδή, ἔχουν δικαίωμα γιά προσωπικές ἐπιλογές καί ἀποφάσεις. Κι ἄν, σ’ αὐτά τά παιδιά-ἐνήλικες, οἱ γονεῖς δέν ἔχουν καταφέρει νά μεταδώσουν ἀρχές, κανόνες ζωῆς καί ἰδανικά, ἡ εὐκαιρία ἔχει πιά περάσει. Παρά, ἑπομένως, τό ὅτι, μέχρι νά κλείσουμε, ἐμεῖς οἱ γονεῖς, τά μάτια μας, δέν παύουμε, ὄχι ἁπλῶς νά νοιαζόμαστε γι’ αὐτά τά «μεγάλα παιδιά», ἀλλά καί νά αἰσθανόμαστε, λίγο ἤ πολύ, ὑπεύθυνοι γιά ὅσα συμβαί-νουν στή ζωή τους, πρέπει νά συμβιβαστοῦμε μέ τήν ἰδέα ὅτι, τώρα πιά, ἐκεῖνα ἔχουν ἀνάγκη νά νιώσουν ἐλεύθερα, νά ἀποφασίσουν καί νά ἐπιλέξουν τόν τρόπο τῆς  δ ι κ ῆ ς  τους  ζωῆς, τό πῶς θέλουν νά μεγαλώσουν τά δ ι κ ά τους παιδιά, ἀναλαμβάνοντας καί τίς ἀντίστοιχες εὐθῦνες.

 Ὑπάρχει, ὅμως, ἐδῶ ἕνας ἀντίλογος πού προκύπτει ἀπό τίς σύγχρονες κοινωνικές συνθῆκες, οἱ ὁποῖες, συχνά, ἐπιβάλλουν μιά μακροχρόνια ὑλική ἐξάρτηση τῶν ἐνήλικων παιδιῶν ἀπό τούς γονεῖς τους. Ὅταν, γιά παράδειγμα, ἀκολουθοῦν μακροχρόνιες σπουδές ἤ ὅταν ἡ ἐπαγγελματική τους ἀποκατά-σταση καθυστερεῖ, ἀκόμα καί σέ περιπτώσεις πού ἔχουν ἤδη δημιουργήσει δική τους οἰκογένεια. Τό γεγονός αὐτό, εἶναι ἀναπόφευκτο νά συνοδεύεται ἀπό κάποιες δεσμεύσεις τῶν παιδιῶν πρός τούς γονεῖς. Ὡστόσο, θά πρέπει καί σ’ αὐτές ἀκόμα τίς περιπτώσεις, οἱ γονεῖς νά μήν ἔχουν τήν ἀπαίτηση νά ἐλέγχουν καταπιεστικά καί ἀπολύτως τή ζωή τῶν παιδιῶν τους, μέ συνεχεῖς παρεμβάσεις, ἐλέγχους καί ὑποδείξεις. Ἡ διακριτικότητα στή στάση τῶν γονιῶν, ἡ ἀποφυγή συνεχῶν ἀπαιτήσεων, ὁ πηγαῖος σεβασμός τους πρός τήν προσωπικότητα ἀλλά καί τίς ὑποχρεώσεις τῶν παιδιῶν τους, ἀλλά καί ἡ πεποίθηση πού, μέ τόν τρόπο τους οἱ γονεῖς θά ἐμπνεύσουν σ’ αὐτά τά παιδιά ὅτι, ὅσα τούς προσφέρουν εἶναι ἀπό ἀγάπη καί μόνο, χωρίς νά ἀπαιτοῦν ὑποτέλεια καί ἀνταλλάγματα, παίζουν τόν πιό καταλυτικό ρόλο στίς σχέσεις μεταξύ τους.

Μιά δεύτερη προϋπόθεση εἶναι, νά μήν ξεχνοῦν οἱ γονεῖς ὅτι, στή δική τους γενιά, ἡ ἀπόσταση μεταξύ παιδιῶν καί γονιῶν, σέ ἡλικία, ἀλλά, κυρίως, σέ  ν ο ο τ ρ ο π ί α  καί κοινωνική συμπεριφορά, ἦταν, περίπου, τριάντα χρόνια. Σήμερα, ὅμως, ἡ ραγδαία, θά ἔλεγα, ἡ ἰλιγγιώδης, ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας, τῶν μέσων ἐπικοινωνίας καί ἐνημέρωσης, οἱ εὔκολες ἀλλά καί ἐπιβεβλημένες ἀπό τή ζωή μετακινήσεις ἀνά τήν ὑφήλιο, ἡ παγκοσμιότητα πού παίρνουν τά διάφορα γεγονότα ὅπως καί οἱ διάφορες στάσεις ζωῆς, κάνουν αὐτήν τήν ἀπόσταση τῶν γενεῶν, σέ νοοτροπία καί συμπε-ριφορές, πολλαπλάσια. Ἄν, λοιπόν, οἱ ἡλικιωμένοι γονεῖς δέν προσπαθήσουν νά τό κατανοήσουν αὐτό καί ἀπαιτοῦν ταύτιση τῆς νοοτροπίας τῶν νέων μέ τή δική τους, μεταφράζοντας συγχρόνως αὐτήν τήν ταύτιση σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ, εἶναι βέβαιο ὅτι καί οἱ ἴδιοι ἀλλά καί τό περιβάλλον τους θά ἔχει δύσκολες καί στενόχωρες ὧρες. Πρέπει, ἐπίσης νά μήν ξεχνοῦν ὅτι τά ἐγγόνια τους εἶναι παιδιά τῶν παιδιῶν τους, ὄχι δικά τους. Ἑπομένως, οἱ γονεῖς ἔχουν τήν εὐθύνη γιά τήν ἀνατροφή τους καί ἡ συμπεριφορά τοῦ παπποῦ καί τῆς γιαγιᾶς ἀπέναντι στά ἐγγόνια πρέπει νά σέβεται καί νά μήν ἀκυρώνει αὐτήν τήν εὐθύνη.

Τρίτη σημαντική προϋπόθεση πού μπορῶ νά σκεφτῶ, εἶναι νά μήν ξεχνοῦν οἱ γονεῖς, εἴτε εἶναι ἡλικιωμένοι, εἴτε ὄχι, ὅτι τά παιδιά τους δέν εἶναι μόνο δικά τους. Τούς τά χάρισε καί τούς τά ἐμπιστεύθηκε γιά νά τά μεγαλώσουν ἡ Θεία Πρόνοια. Ἑπομένως, ἀκόμα καί στίς πιό δύσκολες ὧρες τους, ἡ προσευχή τῶν γονιῶν πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα, γιά νά τά προστατεύει καί νά τά φωτίζει, εἶναι ἡ πιό πολύτιμη καί σίγουρη βοήθεια πού μποροῦν νά προσφέρουν σ’ αὐτά τά παιδιά, ἀλλά καί ἡ μόνη πηγή ἐλπίδας καί παρηγοριᾶς γιά τούς γονεῖς.

* * *

Ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ περιπτώσεις τῶν ὑπερηλίκων πού εἶναι σοβαρά   ἄρρωστοι, πού πάσχουν ἀπό ἄννοια καί ἄλλες χρόνιες καταστάσεις, καί ἀπαιτοῦν μιά συνεχῆ καί ἐξειδικευμένη φροντίδα, τήν ὁποία τά παιδιά, στή σύγχρονη πραγματικότητα, ἀδυνατοῦν νά προσφέρουν. Μπορεῖ ἄραγε, καί σ’ αὐτές τίς δύσκολες περιπτώσεις, τίς, συχνά, δυσβάστακτες γιά τήν οἰκογένεια, νά βρεθοῦν τρόποι τήρησης  τῆς 5ης ἐντολῆς ;

Θέλω νά ἀπαντήσω καταφατικά, χωρίς ἐπιφυλάξεις. Θέλω, δηλαδή, νά δώσω ἔμφαση στή σημασία πού ἔχει γι’ αὐτούς τούς ὑπερήλικες , πού, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα προσεύχονται γιά «τέλη ἀνώδυνα καί ἀνεπαίσχυντα»,  τό νά νιώθουν, μέ ὅποιες συνθῆκες, ἤ, καλύτερα, τό νά διαισθάνονται,  ὄχι μόνο ὅτι ἔχουν πάντα τήν ἔγνοια , τήν ἀγάπη καί τή στοργή τῶν παιδιῶν τους – αὐτό κι ἄν ἐμπίπτει στή Θεία ἐντολή – ἀλλά, τουλάχιστον, ὅτι δέν  τούς ἔχουν ἐγκαταλείψει καί ξεχάσει ἐντελῶς, μέσα σ’ ἕνα ἀπομακρισμένο ἵδρυμα, χωρίς ἐπισκέψεις, χωρίς ἕνα χάδι στά μαλλιά, χωρίς ἕνα ζεστό χαμόγελο.

Στό σημεῖο αὐτό, νομίζω ὅτι ταιριάζει νά σᾶς μεταφέρω μιά μικρή ἀληθινή ἱστορία ἡ ὁποία, ἄν καί δέν εἶναι ἀπολύτως σχετική μέ ὅσα προανέ-φερα, ἔχει μιά σημαντική ἀναλογία. Μιά φίλη μου φαρμακοποιός, σέ μιά μικρή συνοικία τῆς Ἀθήνας, εἶχε ἕναν τακτικό ἡλικιωμένο ἐπισκέπτη, ὁ ὁποῖος ἔπα-σχε ἀπό ὑπέρταση καί, δύο-τρεῖς φορές τήν ἑβδομάδα, ἐρχόταν πρωί-πρωί γιά νά τοῦ μετρήσει τήν πίεση καί, ἀναλόγως, νά ρυθμίσει τά φάρμακά του. Ἕνα πρωί ή φαρμακοποιός ἄργησε νά πάει στό Φαρμακεῖο καί τόν εἶδε νά πηγαι-νοέρχεται ἀνυπόμονος καί ἀνήσυχος στό πεζοδρόμιο. Τόν καλοδέχτηκε μέ ἕνα συγγνώμη, ἀλλά μόλις τοῦ μέτρησε τήν πίεση – πού ἦταν αὐξημένη – ἐκεῖνος βιαστικός τήν χαιρέτησε φεύγοντας τρεχᾶτος πρός τήν πόρτα. Τόν ρώτησε τότε ἀπό πραγματικό ἐνδιαφέρον:

– Γιά ποῦ τό βάλατε τόσο βιαστικός;

– Θέλω νά προλάβω τήν ὥρα τοῦ πρωινοῦ νά εἶμαι μέ τή γυναίκα μου, νά τῆς πῶ καλημέρα, τῆς ἀπάντησε.

Ἡ φαρμακοποιός, γνωρίζοντας ὅτι ἡ γυναίκα του ἦταν ἀπό χρόνια σέ Ἵδρυμα γιατί ἔπασχε ἀπό Ἀλτζχάιμερ, ἐντελῶς αὐθόρμητα τοῦ εἶπε:

          –  Καλά, μήν κάνετε ἔτσι, ἀφοῦ πιά δέν σᾶς γνωρίζει…

          – Ἐγώ, ὅμως, τήν γνωρίζω πενῆντα χρόνια…, ψιθύρισε ἐκεῖνος, κι ἔφυ-γε βουρκωμένος…

Συχνά, λοιπόν, μέσα στή δίνη τῆς καθημερινότητας, τά παιδιά, ἀλλά καί τά ἐγγόνια, ξεχνοῦν ὅτι, κάπου, ὑπάρχει ἕνα βλέμμα, ἔστω καί ἀπλανές, πού καρφωμένο σέ μιά πόρτα ἑνός  ψυχροῦ δωματίου, περιμένει μιά ἀγαπημένη παρουσία, περιμένει μιά γνώριμη φωνή… .

Τά παιδιά ξεχνοῦν καί οἱ γονεῖς, χωρίς παράπονο, περιμένουν… καί γερνοῦν. Ἀλλά ἡ ἐντολή «Τίμα τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου..», παραμένει ἀμετάβλητη στούς αἰῶνες, γιά νά μᾶς προτρέπει νά προσπαθοῦμε, μέ ὅποιο τρόπο θέλει καί ὅπως κρίνει καί μπορεῖ ὁ καθένας μας, νά ἐδηλώνουμε τήν τιμή καί τόν σεβασμό πρός τούς γονεῖς. Νά τούς βοηθοῦμε, ὅσο γίνεται, νά αίσθάνονται λιγότερο καταθλιπτικά τά βάσανα τῶν γηρατειῶν, νά μήν εὐτελίζονται στή μοναξιά τους ἀπό τήν ἀδιαφορία τῶν γύρω, νά μήν ντρέπονται γιά τήν κατάντια τους. Αὐτό, στήν ούσία,  σημαίνει ἡ ἐντολή «Νά τιμᾶς…».

Ἄς σημειώσουμε, ὅμως,  ἐδῶ,  ὅτι  δέν ὀφείλουμε νά τιμοῦμε μόνο τούς  φ υ σ ι κ ο ύ ς  γεννήτορες. Στήν οὐσιαστική ἔννοια τοῦ ὅρου «γονεῖς», ἐντάσσονται βεβαίως καί οἱ πνευματικοί γονεῖς, αὐτοί πού, μέ ὅσα μέ τήν παρουσία καί μέ τό παράδειγμά τους μᾶς δίδαξαν, μᾶς ἔδειξαν τόν δρόμο γιά νά γ ἰ ν ο υ μ ε ἀληθινοί ἄνθρωποι καί μᾶς πότισαν μέ τά ἁγιασμένα νάματα τῆς ἀληθινῆς, σέ νόημα, ζωῆς.

* * *

Θά κλείσω αύτές τίς σκέψεις μου μέ κάποιες ἐπιγραμματικές ὑπομνήσεις, οἱ ὁποῖες σηματοδοτοῦν γιά τόν καθένα μας καί ἀντίστοιχα συμ-περάσματα :

– Ὁ Δημιουργός μας, στή σοφία Του, αὐτήν τήν ἱερή σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν μητέρα καί τόν πατέρα του, μέ τή θεία Του βούληση, τήν καταξίωσε μέ τό νά δώσει στόν Χριστό μας, στόν Γιό Του, τήν ἀνθρώπινη φύση Του, μέσα ἀπό γέννηση, μέσα ἀπό τήν ἀξεπέραστα συμβολική παρουσία τῆς Παναγίας μητέρας Του.

– Ἀπό τίς δέκα ἐντολές Του, οἱ μέν τέσσερις πρῶτες ἀφοροῦν στίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἡ Πέμπτη ἐντολή, αὐτή πού ἀναφέρεται στούς γονεῖς, εἶναι π ρ ώ τ η στή σειρά τῶν ἐντολῶν πού ἀκολουθοῦν καί ἀφοροῦν στίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τούς συνανθρώπους του.

 – Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, ἐκείνη τή φοβερή νύχτα, ἐκεῖ στό ὄρος τῶν ἐλαιῶν, στόν Οὐράνιο Πατέρα Του ἀπευθύνθηκε ζητώντας Του χάρη, ἀλλά, μέ ὑπακοή,  ἀποδέχθηκε τό θέλημα Του.

 – Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας καί πάλι, ἀπό τόν Σταυρό τοῦ μαρτυρίου Του, εἶχε τήν ἔγνοια γιά τή Μητέρα Του, καί τήν ἐξέφρασε μέ τήν ἀνάθεση τῆς φροντίδας Της στόν ἀγαπημένο Του Μαθητή.

Νά θυμίσω ἀκόμα ὅτι, ἀπό τή στιγμή πού κάποιος γίνεται γονιός, δέν ἔχει, σ’ αὐτή του τήν ἰδιότητα, ἀργίες, διακοπές, ἄδειες ἄνευ ἀποδοχῶν, καί ἀπεργίες. Συγχρόνως, ζεῖ συνεχῶς μέ μιά μυστική προσευχή , μέσα του, καί μέ τίς πιό θερμές εὐχές, στά μύχια τῆς ψυχῆς του, γιά τά παιδιά του. Αὐτές οἱ εὐχές, ὅπως λένε καί τά ἱερά κείμενα, κατά τό μυστήριο τοῦ γάμου, εἶναι πού «στηρίζουσι θεμέλια οἴκων».

 Τέλος, ἐπειδή κανείς καί ποτέ δέν γνωρίζει τό πότε θά ἔρθει ἡ ὥρα γιά τό μεγάλο ταξίδι πρός  τήν ἀπέναντι ὄχθη, ἄς μήν ἐπαναπαυόμαστε στό ὅτι «ἔχουμε καιρό», κι ἄς μήν ἀφήνουμε τίς μέρες μας νά περνοῦν ἄδειες ἀπό ἐκδηλώσεις ἀγάπης καί στοργῆς, τόσο πρός τά παιδιά μας, ὅσο καί πρός τούς ἡλικιωμένους πιά ἤ καί τούς, σχετικά, νέους ἀκόμα γονεῖς μας.

Σᾶς  εὐχαριστῶ.