Η Γυναικεία Διακονία στο Ιεραποστολικό Έργο του Αποστόλου Παύλου

Ο Απόστολος Παύλος είναι ένας από τους πιο έμπειρους καθοδηγητές των ψυχών και αναμφίβολα ο πρώτος και σημαντικότερος ιεραπόστολος. Καταυγασμένος από το «φως της Δαμασκού», πρώτα πρώτα με τον λόγο του και ειδικά με το «Θεού εσμέν συνεργοί» (Α’ Κορ. 3, 9), το «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20), και με το «ουαί εμοί, εάν μη ευαγγελίζομαι» (Α’ Κορ. 9, 16) έδωσε την ουσία, το σκοπό και την υποδομή της ιεραποστολής. Κι ύστερα με τις μακρές αποστολικές περιοδείες του, που κάλυψαν χρονικά το υπόλοιπο της ζωής του –πάνω από 30 χρόνια- και γεωγραφικά ένα πλήθος χωρών των δυό ηπείρων (μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου) διασκελίζει τον περιορισμένο θρησκευτικά ορίζοντα των Εβραίων και αναδεικνύεται Απόστολος των Εθνών.

  Τη μεγάλη ποικιλία εθνοτήτων, θρησκειών, συνηθειών, κοινωνικών τάξεων, θεσμών και αντιλήψεων τη γεφυρώνει με το εγερτήριο σάλπισμα «ο Χριστός χθες και σήμερα ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13, 8), και με το κοινωνικό κήρυγμα «ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3, 28)

            Τόσο η διδασκαλία του όσο και η συμπεριφορά του ενδιαφέρει ιδιαίτερα την εποχή μας, εποχή διαρκούς ανταγωνισμού, αντιπαλότητας και διεκδικήσεων, ακόμα και άκρατου φεμινισμού, γιατί κατοχυρώνει την αξία της ελευθερίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ισοτιμίας των ανθρώπων.

            Στις πράξεις των Αποστόλων, όπως και στις επιστολές του, βλέπουμε μεταξύ των άλλων και πώς μίλησε για τις γυναίκες, πώς τις πλησίασε και πώς τις έκανε μετόχους της σωτηρίας και μάλιστα σε εποχές που η γυναίκα τόσο στον Ιουδαϊκό όσο και στον ευρύτερο ειδωλολατρικό κόσμο ήταν περιφρονημένη.

            Ακόμα έχουμε πληροφορίες για το πώς ο Απόστολος Παύλος αναγνωρίζει τα προσόντα τους, πώς αξιοποιεί τις δυνατότητές τους, πώς τις αναδεικνύει –πρώτος αυτός- συνεργάτιδες στο έργο της Ιεραποστολής και πώς μοιράζεται τέλος μαζί τους τους καρπούς της πνευματικής ικανοποίησης, της τιμής και της ευγνωμοσύνης των πιστών και της ιστορίας.

            Ενώ δεν έκανε διάκριση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, για να ισχυριστούμε ότι απευθυνόταν με το κήρυγμα ιδιαιτέρως στις γυναίκες, πρέπει να σημειώσουμε ότι στον ευρωπαϊκό χώρο και μάλιστα στην κυρίως Ελλάδα (2η περιοδεία του) η χριστιανική διδασκαλία ακούστηκε πρώτα σε γυναίκες. Έτσι έγινε στους Φιλίππους κοντά στο ποτάμι Γαγγίτη, όπου προσεύχονταν λίγες γυναίκες Εβραίες και ίσως και λίγες προσήλυτες (Πράξ. 16, 13-15).

            Στη Θεσσαλονίκη ανάμεσα στους πρώτους που πίστεψαν ήταν και γυναίκες, όχι λίγες, όπως σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Πράξ. ΙΖ, 4) και μάλιστα από τις «πρώτες», δηλαδή τις επίσημες κοινωνικά.

            Στη Βέροια επίσης, όπου ο Παύλος και ο Σίλας έφθασαν φυγαδευμένοι από τη Θεσσαλονίκη και απευθύνθηκαν στην εβραϊκή συναγωγή, δέχτηκαν με πολλή προθυμία το κήρυγμα και -σημειώνει ο Λουκάς- πίστεψαν πολλές Ελληνίδες της ανώτερης τάξης (Πράξ. ΙΖ, 12).

            Καιρός όμως να δούμε επώνυμες, γυναίκες δηλαδή που στη συνεργασία τους με τον Απόστολο Παύλο αναφέρονται με τα ονόματά τους.

            Και πρώτη η Λυδία στους Φιλίππους. Οι Φίλιπποι ήταν μία τυπική επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας, μία μικρογραφία της Ρώμης με την αγορά, το θέατρο, την ακρόπολη και το τείχος της. Οι κάτοικοι ήταν περήφανοι για το πολίτευμά τους. Έβγαζαν με εκλογές δυό δημάρχους ή άρχοντες ή λαϊκότερα στρατηγούς. Οι άντρες ήταν περήφανοι και οι γυναίκες μάλλον φιλελεύθερες και ανεξάρτητες. Συζητούσαν και πολιτικά.

Οι Φίλιπποι έγιναν για τον Απόστολο Παύλο καρποφόρο ιεραποστολικό πεδίο. Πρώτες πίστεψαν οι Εβραίες γυναίκες που αναφέραμε παραπάνω. Ανάμεσα σε αυτές η Λυδία: μία πλούσια γυναίκα. Δεν ήταν από τους Φιλίππους, αλλά από τα Θυάτειρα της Λυδίας. Ήταν ειδωλολάτρισσα, αλλά σεβόταν τον αληθινό Θεό. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς γράφει ότι ήταν πορφυροπώλης (Πράξ. ΙΣΤ, 13-14), δηλαδή γυναίκα του εμπορίου. Εμπορευόταν μαλλί και υφάσματα βαμμένα με το πανάκριβο κόκκινο χρώμα των κοχυλιών, την πορφύρα. Να σημειώσουμε ότι το εμπόριο της πορφύρας απαιτούσε σημαντικά κεφάλαια. Πλούσια λοιπόν και ικανή γυναίκα η Λυδία θάπρεπε να τα υπολόγιζε όλα με περίσκεψη. Εδώ όμως τα πράγματα δεν λειτούργησαν έτσι. Η λογική και η τεχνική υποχωρούν μπροστά στη δύναμη της Χάρης του Θεού.

            Ο Λουκάς γράφει: «Αυτής ο Κύριος της άνοιξε την καρδιά, να προσέχει σ’ αυτά που έλεγε ο Παύλος» (Πράξ. ΙΣΤ, 14). Μία σειρά ενεργειών της το αποδεικνύει αυτό:

1η Τα ενδιαφέροντά της αποκτούν πνευματικό προσανατολισμό.

2η Διακρίνει την αλήθεια, που πηγάζει κατευθείαν απ’ το Θεό.

3η Αποδέχεται το κάλεσμα που της απευθύνει ο Θεός και αμέσως βαπτίζεται η ίδια κι οδηγεί στο βάπτισμα όλο το προσωπικό του σπιτιού της.

4η Όταν βαπτίστηκε, κάλεσε τους αποστόλους να εγκατασταθούν στο σπίτι της, κάτι πολύ τολμηρό για την εποχή της. Το είπε όμως πολύ συνετά: «αν με κρίνετε πιστή στον Κύριο» είπε.

            Εκφράζει έτσι την επιθυμία της να φιλοξενήσει την πρώτη Εκκλησία, να κάνει το σπίτι της τόπο ιερών συνάξεων. Ταυτόχρονα όμως εκφράζει και την ευγνωμοσύνη της στους εργάτες του Κυρίου. Και ο Ευαγγελιστής Λουκάς συμπληρώνει: «μας το ζήτησε με πολλή επιμονή».

            Έτσι ο Παύλος και ο Σίλας μένουν στο σπίτι της και θεμελιώνουν και στηρίζουν την τοπική εκκλησία των Φιλίππων που τόσο αγαπητή ήταν στον Απόστολο Παύλο. Αυτή είναι η πρώτη εκκλησία στον ευρωπαϊκό χώρο. Η εκκλησία μας τιμά τη Λυδία, την πρώτη Ευρωπαία χριστιανή, στις 20 Μαΐου.

            Και τώρα η Πρίσκιλλα (Πράξ. 18, 2 & 26, β’ περιοδεία), μία άλλη γυναικεία μορφή, εργατοτεχνίτρα αυτή που στο πλάι του ανδρός της, Ακύλα, γίνεται φίλη και συνεργάτης του Απ. Παύλου και τελικά ιεραπόστολος.

  Η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας κατοικούσαν στην Κόρινθο. Ήταν ένα ζευγάρι σκηνοποιών στην ταπηταγορά της Κορίνθου. Η βιοτεχνία της πορφύρας, η ταπητουργία και η κατασκευή σκηνών είχε μεταφερθεί από την Ανατολή.

 

            Ο Παύλος σύμφωνα με τις Πράξεις (κεφ. 18, 2 & 26) μετά την Αθήνα ήρθε στην Κόρινθο. Εκεί βρήκε έναν Ιουδαίο από τον Πόντο, που είχε έρθει πρόσφατα με τη γυναίκα του, την Πρίσκιλλα, από τη Ρώμη, πιθανότατα με το διωγμό των Ιουδαίων, ύστερα από το διάταγμα του αυτοκράτορος Κλαυδίου.

            Η Πρίσκιλλα φαίνεται από το όνομά της ότι ήταν Ρωμαία˙ αλλού ο Παύλος την ονομάζει Πρίσκα. Υπάρχει μάλιστα μία γνώμη που βασίζεται σε επιγραφές, ότι ανήκε σε διακεκριμένη οικογένεια της ρωμαϊκής κοινωνίας[1].

            Οι Πράξεις των Αποστόλων μας λένε ότι ο Παύλος στην Κόρινθο λόγω της τέχνης του σκηνοποιού που ασκούσε, γνώρισε το ζευγάρι των ομοτέχνων του και εργαζόταν μαζί τους. Έτσι άρχισε μία από τις πιο καρποφόρες φιλίες, που είχε η ζωή του Παύλου και της νέας Εκκλησίας.

            Καρποί αυτής της ευλογημένης φιλίας ήταν:

1. Ο Απόστολος Παύλος έχει πολύτιμους συνεργάτες.

2. Ανοίγουν οι ορίζοντές του προς τη Ρώμη, γενικότερα προς τη Δύση, που αργότερα ξέρουμε τι ρόλο έπαιξε στη ζωή του και στη ζωή της Εκκλησίας.

3. Ο χώρος του επαγγέλματος και η βιοποριστική εργασία γίνονται αφετηρία επικοινωνίας και ιεραποστολικής δραστηριότητας. Εδώ αξιοσημείωτη είναι η παρουσία της Πρίσκιλλας, που όχι μόνο δεν εμποδίζει, αλλά βοηθάει σε πνευματικά ανοίγματα, σε ανοιχτούς ορίζοντες.

4. Το σπίτι της γίνεται τόπος συνάξεων των χριστιανών, χώρος λατρείας του Θεού, δηλαδή «κατ’ οίκον Εκκλησία».

            Φαίνεται πως το σπιτικό το κυβερνούσε η Πρίσκιλλα. Σε τέσσερες από τις έξι περιπτώσεις, γράφει ο Holzner στο βιβλίο «Παύλος», το όνομά της ο Λουκάς το αναφέρει πρώτο.

            Χωρίς αμφιβολία έγινε μία από τις ηγετικές γυναικείες μορφές του χριστιανισμού. Καμιά γυναίκα από όσες βοήθησαν τον Παύλο δεν πήρε τέτοιο έπαινο,  όπως αυτή.

            Γράφει στην προς Ρωμαίους Επιστολή (ΙΣΤ, 3) «Χαιρετισμούς στην Πρίσκιλλα και τον Ακύλα, τους συνεργάτες μου στο έργο του Ιησού Χριστού. Διακινδύνευσαν τη ζωή τους για χάρη μου και τους ευχαριστώ, όχι μόνον εγώ αλλά και όλες οι εκκλησίες του μη Ιουδαϊκού κόσμου». Γιατί όμως μιλάει γενικά για εθνικό κόσμο;

            Φεύγοντας ο Απ. Παύλος από την Κόρινθο πήρε μαζί του το ζεύγος στην Έφεσο, η οποία εξάλλου ήταν περίφημη για τη βιομηχανία σκηνών.

            Εκεί, όταν ο Απ. Παύλος έφυγε για Καισάρεια και Αντιόχεια, η Πρίσκιλλα με τον Ακύλα συνέχισαν το κηρυκτικό έργο. Εκεί γνώρισαν τον αλεξανδρινό λόγιο Απολλώ, που ήταν σπουδαίος γνώστης της Αγ. Γραφής και φλογερός ομιλητής. Ως τότε ανήκε στην κίνηση του Ιωάννου του Βαπτιστού, τώρα όμως που γνώρισε την Πρίσκιλλα, έγινε οικογενειακός τους φίλος και προπάντων κατηχούμενος δικός  τους.

            Οι Πράξεις λένε ότι πήραν κοντά τους τον Απολλώ και του ερμήνευαν ακριβέστερα τη διδασκαλία του Χριστού, «την οδόν του Θεού» (Πράξ. 18, 26). Είναι συνεπώς πολύ πιθανό η Πρίσκιλλα εκτός του ότι ήταν δραστήρια, να ήταν και μορφωμένη.

            Εδώ να σημειώσουμε σε παρένθεση ότι η 13η Φεβρουαρίου είναι αφιερωμένη στη μνήμη των Αγίων Αποστόλων και μαρτύρων Ακύλα και Πρίσκιλλας. Την ημέρα αυτή την προβάλλει η ορθόδοξη ελληνική Εκκλησία ως ημέρα της ευλογημένης συζυγίας και οικογενείας, ύστερα μάλιστα από την επέλαση και κατοχή στη συνείδηση πολλών συμπολιτών μας της δυτικής και παντελώς αμφίβολης εορτής του Αγίου Βαλεντίνου.

            Ένα πραγματικά λοιπόν καρποφόρο ιεραποστολικό έργο γεννήθηκε μέσα από την επικοινωνία και την επαγγελματική συνεργασία του Απ. Παύλου με την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα.

            Σ’ ένα τελείως διαφορετικό τομέα του ιεραποστολικού έργου διακονεί μία άλλη έμπιστη συνεργάτης του Παύλου, η Φοίβη, η «διάκονος της Εκκλησίας της εν Κεχρεαίς». Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της στις 3 Σεπτεμβρίου. Τη συστήνει ο ίδιος ο Παύλος με την επιστολή του στους Ρωμαίους και δια μέσου αυτής  σ’ όλους εμάς, αφού είναι οι μοναδικές πληροφορίες από την Καινή Διαθήκη γι’ αυτήν.

  Γράφει λοιπόν (Ρωμ. ΙΣΤ, 1-2): «Σας συστήνω την αδελφή μας Φοίβη που είναι διάκονος της εκκλησίας στις Κεχρεές. Σας παρακαλώ να τη δεχθείτε στο όνομα του Κυρίου, όπως αρμόζει σε χριστιανούς, και να της παρασταθείτε σ’ ο,τι σας έχει ανάγκη, γιατί κι αυτή έχει βοηθήσει πολλούς κι εμένα τον ίδιο.»

             Είναι το πρώτο εδάφιο, όπου γίνεται λόγος για γυναίκα «διάκονο», και είναι η πρώτη μαρτυρία για την τάξη των Διακονισσών στην πρώτη Εκκλησία[2].

            Η γυναίκα λοιπόν διάκονος στο διδακτικό, στον κοινωνικό αλλά και στο λατρευτικό χώρο της εκκλησίας.

            Εξάλλου κατά μία αντίληψη η Φοίβη μετέφερε ως κομιστής στη Ρώμη την επιστολή προς Ρωμαίους. Ήταν δηλαδή πρόσωπο μεγάλης εμπιστοσύνης. Έκτοτε η Φοίβη μπορεί να είναι πρότυπο γυναικείας δραστηριότητας σ’ ένα χώρο ανοιχτό σε πολλά επίπεδα, όπως είναι η ιεραποστολή και στην πλατειά και τη στενή της έννοια.

            Ο Απόστολος Παύλος δεν παραλείπει στις επιστολές του να αποδώσει εύσημα και τιμή μεγάλη σε δυό γυναίκες που έδρασαν αποκλειστικά μέσα στην οικογένεια και συνδέθηκαν με τη μητρότητα και τις οικιακές εργασίες.

            Στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζουμε: (Πράξ. ΙΣΤ, 1-3) Στα Λύστρα ζούσε ένας χριστιανός ονόματι Τιμόθεος. Η μητέρα του λεγόταν Ευνίκη. (Β’ Τιμ.1, 5) Ήταν ιουδαϊκής καταγωγής και ο πατέρας του Έλληνας. Ανάμεσα στους χριστιανούς των Λύστρων είχε καλή φήμη και ο Παύλος τον πήρε μαζί του ως συνοδό. Η γιαγιά του λεγόταν Λωίς.

            Με συγκίνηση ο Απ. Παύλος αναφέρεται (Β’ Τιμ. Γ, 15) στην ανυπόκριτη πίστη του Τιμοθέου, που τη θεωρεί συνέχεια και αποτέλεσμα της πίστης της γιαγιάς και της μητέρας του.

            Τι καλύτερο μνημόσυνο στις δυό γυναίκες από τα λόγια του Παύλου προς τον Τιμόθεο: «Συ να μένεις πιστός σ’ ό,τι έμαθες γιατί ξέρεις από ποιον τα έμαθες» και παρακάτω «Μη λησμονείς ότι από τη βρεφική ηλικία σου γνωρίζεις τη Γραφή, που μπορεί να σε κάνει σοφό, οδηγώντας σε στη σωτηρία διά της Πίστεως στον Ιησού Χριστό» (Β’ Τιμ. Γ, 15). Να λοιπόν μία οικογένεια που στηρίχτηκε σε γυναίκες (μητέρα-γιαγιά), απ’ όπου βλάστησε ένα βλαστάρι, ένα άνθος, ο Τιμόθεος που εξελίχθηκε σε σπουδαίο συνεργάτη του Παύλου, αργότερα σε Επίσκοπο Εφέσου και παραλήπτη δυό επιστολών του (Α’ και Β’ προς Τιμόθεον).

            Παράλληλα όμως αυτό το σπιτικό έγινε το πρώτο κέντρο συνάξεως χριστιανών στην εκκλησία των Λύστρων.

            Η οικογένεια λοιπόν μέσα στον πολυδύναμο ρόλο της  μπορεί να γίνει και φυτώριο εργατών ιεραποστολής.

            Εάν κινηθούμε και λίγο πιο έξω από τα κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης (Πράξεις και Επιστολές), θα δούμε ότι και στην απόκρυφη γραμματεία γίνεται λόγος για ιεραποστολική δράση γυναικών.

  Στο παλιό απόκρυφο βιβλίο «Πράξεις Παύλου και Θέκλης» υπάρχει η θρυλική διήγηση για την πραγματική μαθήτρια του Απ. Παύλου, την Αγία Θέκλα στο Ικόνιο της Μ. Ασίας. Αναφέρεται σε αυτό ότι με τη μεγάλη της ιεραποστολική δραστηριότητα-πέρα από τα μαρτύριά της- «πολλούς εφώτισε τω λόγω του Θεού».

   

            Βέβαια το βιβλίο είναι ψευδεπίγραφο και έχει μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Ερευνητές όμως όπως ο Harnak και ο Holzner συμπεραίνουν ότι πίσω από τις φαντασιώδεις περιγραφές και υπερβολές, υπάρχει ιστορικός πυρήνας, που ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένη πραγματικότητα[3]. Αυτήν άλλωστε την ιστορική πραγματικότητα δέχτηκε η Εκκλησία και τιμά τη μαθήτρια του Παύλου, Θέκλα, ως «πρωτομάρτυρα και πρώταθλον  εν γυναιξίν» την 24η Σεπτεμβρίου.

            Στις επιστολές του όμως ο Απ. Παύλος αναφέρεται και σε κατηγορίες γυναικών, αλλά παράλληλα αναφέρει με τα ονόματά τους ένα πλήθος γυναικών, που τον διακόνησαν στο έργο του.

            Στέλνοντας επαίνους και χαιρετισμούς όχι μόνον σε άνδρες αλλά και σε γυναίκες, συνδέει τα ονόματα αυτά, αφ’ ενός με τα προσωπικά τους χαρίσματα, την αγαθή προαίρεσή τους και προπάντων με την αγάπη τους στο Χριστό, αφ’ ετέρου δε με τις ανάγκες της ιεραποστολής και με συγκεκριμένα διακονήματα.

            Χαιρετήστε, γράφει, τη Μαριάμ που πολύ κοπίασε για μένα (Ρωμ. ΙΣΤ), τον Ανδρόνικο και την Ιουνία, ομοεθνείς και συντρόφους στη φυλακή. Τρύφαινα και Τρυφώσα, που κοπιάζουν για τον Κύριο, και την Περσίδα.

            Χαιρετάει επίσης τον Φιλόλογο και την Ιουλία. Ακόμα αναγνωρίζει τον καλό χαρακτήρα της μητέρας του Ρούφου, που την θεωρεί και δική του μητέρα.

            Αναφέροντας τη Χλόη, θεωρεί πολύτιμες τις πληροφορίες της για τα σχίσματα των χριστιανών της Κορίνθου (Α’ Κορ. 1, 11).

            Στην επιστολή του προς τον πλούσιο Φιλήμονα στέλνει χαιρετισμούς στη σύζυγό του, Απφία. Μιλάει επίσης με εκτίμηση για τις θυγατέρες του διακόνου Φιλίππου στην Καισάρεια, και αναγνωρίζει τα προφητικά τους χαρίσματα (Πράξ. 21, 9). Εξάλλου παρακαλεί τις παλιές συνεργάτιδές του στους Φιλίππους, Συντύχη και Ευοδία (Φιλ. 4, 2-3), να λύσουν την μεταξύ τους παρεξήγηση και να ομονοήσουν τώρα αυτές, που πριν συνήθλησαν μαζί του στη διάδοση του Ευαγγελίου.

 Τέλος, γράφοντας ο Απ. Παύλος προς τον Τιμόθεο και καθοδηγώντας τον στο ποιμαντικό έργο του Επισκόπου, του μεταφέρει την έννοια του για τις χήρες, (Α’ Τιμ. Ε, 3-16), τις σώφρονες όμως και αγνές, τις «όντως χήρες», όπως λέει, οι οποίες είχαν αφιερωθεί στα έργα αγάπης της Εκκλησίας. Οι χήρες, όπως και οι παρθένες, για τις οποίες επίσης γίνεται λόγος στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή, αργότερα, στην μεταποστολική εποχή αποτέλεσαν ιδιαίτερη τάξη ενταγμένη στο λατρευτικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας.

Κάνει ακόμα λόγο για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που πρέπει να έχουν οι γυναίκες που ασκούν διακονικό έργο η, κατά τη γνώμη άλλων, οι σύζυγοι των επισκόπων και των διακόνων-οι πρεσβυτέρες θα λέγαμε σήμερα-ή, κατά μία τρίτη γνώμη, όσες έχουν προχωρημένη ηλικία. Αυτά τα γνωρίσματα είναι: να υπήρξαν γυναίκες ενός ανδρός, να είναι σεμνές, νηφάλιες, να μη κακολογούν και διαβάλουν, ώστε να είναι άξιες εμπιστοσύνης στα μέλη της Εκκλησίας (Α’ Τιμ. 3, 11 και 5, 2). Και αυτό σημαίνει, ότι ο ρόλος τους στην Εκκλησία δεν ήταν ευκαταφρόνητος.

            Συνοψίζοντας όσα αναφέρθηκαν παραπάνω θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε:

  • · Ο Απ. Παύλος στο έργο της ιεραποστολής δεν κάνει διάκριση σε άνδρες και γυναίκες. Είναι όμως ο πρώτος που χρησιμοποίησε τόσο τη γυναίκα.

 Απευθύνεται σε όλους, γιατί ο Χριστός ήρθε για όλους, και όλοι πρέπει να σωθούν.

 Δεν αναζητάει ειδικά τη γυναίκα, αλλά την αναγνωρίζει ως ισότιμη στο σπίτι, ως μητέρα, σύζυγο ή ως άγαμη αφιερωμένη στο Χριστό και την αγάπη.

 Εκτιμάει την προικισμένη γυναίκα σαν την Πρίσκιλλα.

 Συνεργάζεται με την επαγγελματικά καταξιωμένη Λυδία και προβάλλει σε ευρύτερο χώρο την αφιερωμένη Φοίβη.

 Ιδιαίτερα εκτιμάει τις οικιακές εργασίες και τα μητρικά καθήκοντα, και τονίζει ότι αυτά χαρίζουν στη γυναίκα τον ουρανό.

            Σ’ όλες όμως τις περιπτώσεις υπογραμμίζει ένα κοινό σημείο: την ευσέβεια και την πίστη στο Χριστό.

2. Ὁ Παύλος στην αποστολική του πορεία δέχεται τις ευκαιρίες όπως του τις στέλνει ο Θεός, αλλά τις αξιοποιεί με σύστημα, εξυπνάδα και μεθοδικότητα.

 Δεν ξέρω αν ο Απ. Παύλος μόνος του ή κατά καιρούς με τους συνοδοιπόρους του κατέστρωνε «επί χάρτου» επιμελημένο σχέδιο δράσεως ή αν η φλόγα της πίστης του και η ακατανίκητη δύναμη της αγάπης στο αποστολικό έργο είλκυε κατευθείαν το φωτισμό του Αγ. Πνεύματος.

Πάντως, την όλη ιεραποστολική δράση διέπει οργάνωση και τεχνική. Σε κάθε νέο τόπο που επισκέπτεται:

Απευθύνεται πρώτα στους ομοεθνείς του με τους οποίους είχε κοινά σημεία κι ύστερα στους εθνικούς. Διδάσκει πρώτα με τα γνωστά παραδοσιακά μέτρα, αντιλήψεις και συνήθειες κι ύστερα προσφέρονται οι νέες αλήθειες σαν απάντηση, διόρθωση ή συμπλήρωση.

Καθιστά κατά κανόνα τους πρώτους πιστούς «συνεργούς»  στο ιεραποστολικό έργο είτε τοπικούς είτε ταξιδευτές (π.χ. Ακύλας – Πρίσκιλλα).

Θα λέγαμε-με σημερινούς όρους-ότι οργανώνει εκπαίδευση στελεχών, και φροντίζει μαζί τους για την καλλιέργεια του εκκλησιαστικού φρονήματος και την ενίσχυση της πίστης με περαιτέρω διδασκαλία, με νουθεσίες, με επίλυση προβλημάτων, με επιστολές αλλά και με αποστολές συνεργατών (π.χ. Φοίβη) ή με νέες αποστολικές περιοδείες.

            Μπορούμε έτσι να διακρίνουμε μερικούς τομείς ιεραποστολικής δράσεως ή -ας  πούμε- διακονήματα, όπου συμμετέχουν και γυναίκες, όπως είναι:

            Α. «Κατ’ οίκον εκκλησία»: Δηλαδή οι πιστοί διέθεταν τα σπίτια τους ως τόπο συνάξεως για τη λατρεία και τη διδασκαλία. Εδώ και μία παρένθεση: Όταν η προσέλευση ήταν μεγάλη, προσφέρονταν χρήματα, για να ενοικιασθούν αίθουσες (π.χ. Σχολή Τυράννου στην Έφεσο, Πράξ. 19, 19).

            Β. Οικονομική ενίσχυση της ιεραποστολής από τις χριστιανικές κοινότητες (θυμίζουμε τη Λογία). Αυτό ο Παύλος παρά τη διαφορετική ποιμαντική πρακτική του, το θεωρεί όχι απλώς καλή πράξη, αλλά υποχρέωση των πιστών: «Τω δε εργαζομένω ο μισθός ου λογίζεται κατά χάριν, αλλά κατά οφείλημα» γράφει στους Ρωμαίους (Ρωμ. 4, 4).

            Γ. Επιζητείται η αλληλοσυμπαράσταση για τις ανάγκες όλων, αλλά και των Αποστόλων (Φιλ. 4, 17)

            Δ. Δέχεται, επαινεί, επομένως και προτρέπει σε κόπους μέχρι διακινδύνευση της ζωής για το Χριστό και το έργο του (Ρωμ. ΙΣΤ).

            Ε. Υπογραμμίζει την αποτελεσματικότητα από την ανταπόκριση πιστών σ’ ένα υποτυπώδες -ας πούμε- δίκτυο πληροφοριών, χάρις στο οποίο οι Απόστολοι διέφευγαν κινδύνους (Πράξ. Κ, 3 και ΚΓ 16) ή μάθαιναν για την κατάσταση των χριστιανικών κοινοτήτων  (π.χ. πληροφορίες Χλόης για Κορινθίους).

            Στ. Σημαντικό διακόνημα ήταν η μεταφορά των επιστολών (π.χ. Φοίβη προς Ρωμαίους), ή η ανάγνωσή τους στους παραλήπτες από ορισμένους μεγαλοφώνως (Κολ. 4, 16).

            Ζ. Τέλος ιδιαίτερος λόγος γίνεται για τη φιλοξενία, που αποτελεί μία μορφή ιεραποστολής, ένα μέσο για επικοινωνία και ανάπτυξη περαιτέρω δραστηριοτήτων. Πρόκειται για τη φιλοξενία των Αποστόλων, συνεργατών ή άλλων πιστών. Θυμίζουμε τη φιλοξενία της Λυδίας (Πράξ. 16, 15), της Πρίσκιλλας (Πράξ. 18, 3), των θυγατέρων του διακόνου Φιλίππου (Πράξ. 21, 8 ) [4].

 Τελικά και μία τρίτη γενική παρατήρηση που αφορά στη σημασία που έδινε ο Απ. Παύλος στην ανάγκη της επικοινωνίας μεταξύ των πιστών, μεταξύ των νεοσύστατων χριστιανικών εκκλησιών, αλλά και των συνεργατών της ιεραποστολής.

            Έτσι δίπλα στο κήρυγμα, στο άοκνο ενδιαφέρον και «τη μέριμνα πασών των εκκλησιών», δίπλα στη μεθοδική εργασία λειτουργεί ένα πλέγμα επαίνων, ευχαριστιών και κυρίως αγάπης, που στηρίζει, προάγει και κάνει ελκυστικό το ιεραποστολικό έργο.

            Αυτή η «τεχνική της επικοινωνίας» του Απ. Παύλου μήπως πρέπει ιδιαιτέρως να προσεχθεί και στα ιεραποστολικά ανοίγματα της εποχής μας σήμερα, που η επικοινωνία έγινε επιστήμη και καθοδηγεί ηγέτες, πολιτικούς, επιχειρήσεις και επιχειρηματίες προς την επιτυχία και το κέρδος; Σήμερα που όλα τα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, εκφραστικά αληθινής ή ψεύτικης τέχνης ονομάζονται «μέσα επικοινωνίας», έστω κι αν στην ουσία απομονώνουν τους ανθρώπους ή τους μεταβάλλουν σε μάζα ασκώντας πλύση εγκεφάλου.

            Ο Απ. Παύλος δίδοντας πνευματικό περιεχόμενο καθώς γράφει στους Φιλιππισίους «την αυτήν αγάπην έχοντες σύμψυχοι το εν φρονούντες» (Φιλ. 2, 2), και στους Εφεσίους «σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (Εφεσ. 4, 3), μας υπογραμμίζει αυτό που τόσο αναγκαίο είναι γιά όλους μας και πολύ αποτελεσματικό για την ιεραποστολή.

            Ένα κλειδί, ένας κρίκος αγάπης, δεσμών και επικοινωνίας που χρησιμοποιεί ο Απ. Παύλος πέρα από τους επαίνους και τις πολλές ευχαριστίες προς όσους συνεισφέρουν στο έργο της εκκλησίας (Ρωμ.16, 3),  είναι οι ασπασμοί.

            Πάνω από πενήντα φορές στις επιστολές του κάνει λόγο για ασπασμούς, ασπασμούς που στέλνει ο ίδιος προς τους συνεργάτες του ή προς τους παραλήπτες των επιστολών, ασπασμούς που διαβιβάζει ο ίδιος από ή προς τους συνεργάτες.

            «Ασπάσασθε, γράφει, Πρίσκιλλαν και Ακύλαν, ασπάσασθε Μαριάμ, Ανδρόνικον και Ιουνίαν», και ένα πλήθος συνεργατών που μνημονεύει στο ΙΣΤ κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής. Αλλού πάλι: «ασπάζεται υμάς Πρίσκιλλα και Ακύλας, αι εκκλησίαι της Ασίας, οι αδελφοί πάντες», στο ΙΣΤ κεφάλαιο της Α’ Κορινθίους.

            Και ασπασμός σημαίνει χαιρετισμός, δηλαδή ειλικρινής και τρυφερή έκφραση αγάπης, γιατί η αγάπη πρέπει να εξωτερικεύεται και ο άλλος άνθρωπος να νιώθει τα αισθήματα της αγάπης μας. Και προσθέτει ο Απ. Παύλος, για να συμπεριλάβει όλους «ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγίω» (Ρωμ. ΙΣΤ και Α’ Κορ. ΙΣΤ).

            Αυτό το πλησίασμα, το καλοπροαίρετο άγγιγμα πόσα θα είχε και σήμερα να πει στους ανθρώπους της μοναξιάς, της αδυναμίας και των ειδικών αναγκών.

            Πολλές φορές, ίσως τις περισσότερες, μία ζεστή αγκαλιά ή ένα αδελφικό φίλημα είναι και ιεραποστολικά αποτελεσματικότερο από ένα κήρυγμα ή μία υλική προσφορά.

            «Ασπάσασθε λοιπόν εν φιλήματι αγίω» λέγει ο Παύλος και σε μας, όπως και σε όλους, όσοι λαχταρούν να προκόβει η ιεραποστολή της Εκκλησίας.

 

            Αγαπητοί φίλοι και φίλες, αδελφοί εν Χριστώ.

            Στο ιεραποστολικό έργο του Απ. Παύλου υπηρέτησαν πολλοί ως συνεργάτες του. Ανάμεσα σ’ αυτούς και μεγάλες γυναικείες μορφές ή μάλλον ασήμαντα πρόσωπα της καθημερινής ζωής.

            Αναγεννημένες όμως εν Χριστώ και διακονώντας την ιεραποστολή, μ’ άλλα λόγια τη σωτηρία του κόσμου, έγιναν μεγάλες, επώνυμες, άγιες.

            Προβάλλουν σήμερα ζωντανά και δραστήρια πρότυπα για τα μέλη της Εκκλησίας.

 Αν σκεφτούμε δε, πως με τον όρο Εκκλησία νοείται η καθ’ όλου Εκκλησία, συνεπώς και η Θριαμβεύουσα, τότε η επίδραση των αγίων αυτών μορφών είναι μεγάλη και στη σύγχρονη ιεραποστολή[5]. Η συμβολή τους συνεχίζεται κυρίως με την προσευχή τους, αλλά και με τις μνήμες που άφησαν σε μας, τη Στρατευομένη Εκκλησία, που πρέπει να κρατάμε τη σκυτάλη και να «τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα» (Εβρ. 12, 1). Γιατί η Ιεραποστολή δεν πρέπει να είναι θέμα μόνον των ιεραποστόλων, αλλά και όλων των πιστών στο σύνολό τους και καθενός χωριστά. Χαρίσματα έχουμε όλοι, όπως λέει ο Παύλος, «ως μέλη του σώματος του Χριστού διάφορα, είτε προφητείαν κατά την αναλογίαν της πίστεως, είτε διακονίαν…είτε ο διδάσκων εν τη διδασκαλία, είτε ο παρακαλών εν τη παρακλήσει, ο προϊστάμενος εν σπουδή, ο ελεών εν ιλαρότητι» (Ρωμ. ΙΒ 5-8).

            Αυτά τα χαρίσματα, που στο κάτω κάτω μας έχουν δοθεί, οφείλουμε να τα θέσουμε στην υπηρεσία του άλλου, του πλησίον, του αδελφού του Κυρίου μας είτε βρίσκεται μέσα στο σπίτι μας, είτε στη μικρή ή μεγάλη πατρίδα μας, είτε στην πιο μακρινή άκρη της γης.

            Ο Απ. Παύλος μάλιστα μας προτρέπει σε ευγενή συναγωνισμό αγάπης και προσφοράς λέγοντας: «τη φιλαδελφεία εις αλλήλους φιλόστοργοι, τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι, τη σπουδή μη οκνηροί, τω πνεύματι ζέοντες, τω Κυρίω δουλεύοντες…τη προσευχή προσκαρτερούντες, ταις χρείας των αγίων κοινωνούντες» (Ρωμ. ΙΒ, 9-13).

            Έτσι βιώνεται αυθεντικά η χριστιανική ζωή και διαμορφώνεται ιεραποστολική συνείδηση, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά συντονισμός της ψυχής στο πνεύμα των Αποστόλων, που κλήθηκαν να γίνουν μάρτυρες της Αναστάσεως «έως εσχάτου της γης».

            Σε τελευταία ανάλυση αυτό που έχει σημασία για μας, άνδρες και γυναίκες, δεν είναι το τι θα πούμε ή τι θα κάνουμε, αλλά το πώς θα είμαστε μία ζωντανή μαρτυρία της παρουσίας του Θεού στον κόσμο.

Κα Θεοδώρα Δούση, Θεολόγος

 


[1] Holzner, Παύλος, Αθήναι 1955 σς. 229-230

[2] Ευ. Θεοδώρου, Χειροτονία και χειροθεσία των Διακονισσών, Αθήναι 1954

[3] Ευ. Θεοδώρου, Ηρωίδες της Χριστιανικής Αγάπης, Αθήναι 1949 σ. 23

[4] Ηλ. Βουλγαράκη, Ιεραποστολή, εκδ. «Αρμός», σσ. 49-50

[5] Ηλ. Βουλγαράκη, Ιεραποστολή, εκδ. «Αρμός», σ. 260