Την 27η Μαρτίου στη μεγάλη αίθουσα της Τρυγόνος 3-7 στην Κυψέλη, ο Παν.Χριστιανικός Όμιλος Ορθόδοξου Ιεραποστολής γιόρτασε την ανάσταση του γένους και της Θεοτόκου, τον Ευαγγελισμό.
Η εξαίρετη Χορωδία της Ιεραποστολής υπό τη διεύθυνση της δεσποινίδας Ελ.Κακοσαίου με τους ύμνους και τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια δημιούργησε μία θαυμάσια γιορταστική ατμόσφαιρα.
Ο Θεοφιλέστατος επίσκοπος Γκάνας, οι ιερείς πατήρ Γκέλης και ο πατήρ Παρασκευάς Ζωγράφος πλαισιωμένοι από τους στρατηγούς Δούβα, Κουργιαντάκη και Κωτσόπουλο και το προεδρείο της ιεραποστολής, έδωσαν ξεχωριστή τιμή στη βραδινή αυτή γιορτή.
Μετά την προσευχή και τους ευχαριστήριους ύμνους ο πρόεδρος της Ιεραποστολής κος Ιωάννου με σύντομη ομιλία του αναφέρθηκε στα δύο «Χαίρε» της 25ης Μαρτίου. Το ένα του απεσταλμένου από τον ουρανό: » Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία ο Κύριος μετά Σου» και το άλλο του Έλληνα που κράζει στους αιώνες: «Χαίρε ω Χαίρε ελευθεριά!». Τα δύο αυτά «Χαίρε», είπε ο πρόεδρος, συνθέτουν το βαθύ ιστορικό νόημα της ημέρας. Έγιναν το πνευματικό και ηθικό κίνητρο για την εξέγερση εκεί στην ελληνική μυστική Ναζαρέτ, την Αγία Λαύρα, όπου το δουλωμένο γένος μας ξαναβρήκε τον εαυτό του και έκαμε το τολμηρό πήδημα του θανάτου που το οδήγησε υπερήφανο και ξανανιωμένο στη συνέχιση της ζωής και της ιστορίας του.
Η κυρία Σκορδά, η γραμματέας της ιεραποστολής, στη σύντομη προσλαλιά της τόνισε ότι η 25η Μαρτίου είναι ο ολοφώτεινος φάρος που διέλυσε το σκοτάδι του φόβου και σκόρπισε το ζωογόνο φως της ελπίδας και του θάρρους στους υπόδουλους λαούς. Ακτινοβολεί το ακατάβλητο και αμείωτο μεγαλείο και την απαράμιλλη ορμή της αδούλωτης ελληνικής φυλής. Η 25η Μαρτίου, τόνισε η κα Σκορδά, αποτελεί σημαντικό σταθμό στην εθνική μας ιστορία και σε τέτοιους σταθμούς πρέπει συχνά-πυκνά να γυρνάει ο νους μας για να φωτίζεται από το άπλετο φως τους.
Ο κος Δημ. Γεωργούλας στη σύντομη ανάλυση του ποιήματος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Ο βράχος και το κύμα» παρουσίασε το ανάστημα, τη λεβεντιά και την πατριωτική δράση του Λευκαδίτη Βάρδου που καταγόμενος από αρματωλίτικη γενιά της Βαλαώρας της Ευρυτανίας συγγενεύει ψυχικά με την ηρωική ατμόσφαιρα της κλεφτουριάς.
Ο Βαλαωρίτης στο ποίημα του αυτό, τόνισε ο κος Γεωργούλας, εκφράζει τον πλατύ κυματισμό της φλογερής ελληνικής καρδιάς και τη λαύρα της ηφαιστειακής ιδιοσυγκρασίας του. Ακούγεται εδώ η φωνή του αδικημένου του πολύπαθου, του περήφανου, του ανυπότακτου ελληνικού λαού. Βαθιά επηρεασμένος ο ποιητής από τη φύση, εκεί στο νησάκι του στη Μαδουρή, παρατηρώντας την αγριεμένη θάλασσα και τους κουφαλερούς βράχους, εμπνέεται αυτό το θαυμάσιο ποίημα, όπου η αδούλωτη ελληνική ψυχή τετρακόσια ολόκληρα χρόνια σκάβει με πείσμα και υπομονή τα θεμέλια μιας πανίσχυρης οθωμανικής αυτοκρατορίας και τελικά την καταποντίζει και την αφανίζει. Οι αφανείς καλόγηροι με το τριμμένο και το μπαλωμένο ράσο, οι αδούλωτοι στο πνεύμα ραγιάδες με αξίνες, με πέτρες, γυμνοί, πεινασμένοι μα άκαμπτοι γκρεμίζουν το γίγαντα.
Ο βράχος είναι ο σκληρός δυνάστης, ο πέτρινος στην ψυχή ενώ το κύμα είναι ο δυναστευόμενος που τώρα πια είναι ανδρειωμένος στην ψυχή και τρικυμισμένος με θολό και μελανιασμένο απ’ το θυμό πρόσωπο. Προστάζει ο δούλος τώρα τον αφέντη. «Μέριασε βράχε να διαβώ», γιατί έχει για άρματα ποτάμια αίματα του κόσμου που βαρέθηκε αυτή τη συμπεριφορά του σκληρού δυνάστη. Του δούλου το ποδάρι θα πατήσει στο λαιμό τον τύραννο γιατί έγινε πια λιοντάρι ο δούλος. Μια ψυχή και ένας παλμός συναρπάζει την ελληνική φυλή σαν πανίσχυρος ανεμοστρόβιλος και τη ρίχνει στον υπέρ πάντων αγώνα. Ο βράχος-δυνάστης με σκισμένο απ’ τις ρυτίδες πρόσωπο, κείτεται στην καταχνιά αναίσθητος, νεαρός, σαβανωμένος. Μόλις που φωτίζεται απ’ το χλωμό φεγγάρι. Η μεγάλη Οθωμανική αυτοκρατορία με την ημισέλινο αποπνέει δυσωδία νεκρού και τα υπόδουλα έθνη φτεροκοπάνε γυρνώντας όπως τα όρνια, όταν μυριστούν πτώμα. Όταν ο δυνάστης απάντησε ότι δε φοβάται τη φοβέρα και δεν πεθαίνει εύκολα, ο δούλος που από μικρό δάκρυ έγινε τώρα πλατιά θάλασσα, γίνεται πιο απειλητικός. Ο πόνος, η χολή, η καταφρόνεση, η ερημιά, η καταδίκη, η ανελέητη εκμετάλλευση από το ξένο δυνάστη, ο εξευτελισμός, όταν ζητούσε βοήθεια από τις ξένες δυνάμεις και όλοι γελούσαν, τα σύννεφα των ψυχών των αδικοσκοτωμένων, τα κουφάρια, όλα ζητούν εκδίκηση.
Ο αδύναμος δούλος γίνεται άσπονδος εχθρός. Η μικρή αλλά άσβηστη σπίθα, που το θεϊκό φύσημα τη μεταβάλλει σε πυρκαγιά καίει τον κατακτητή. Ο δούλος γίνεται καταποτήρας και με μιας καταπόντισε το κούφιο κουφάρι του τυράννου. «Επάνωθε του εβόγγιξε για λίγο αγριεμένη / η θάλασσα κι εκλείστηκε τώρα δεν απομένει / στον τόπο πούταν το στοιχειό κανείς παρά το κύμα / που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα». Είναι η γαλανόλευκη που και απόψε κυματίζει αγαπητοί μου αδελφοί, επάνω από τα κεφάλια σας στην ασφυκτικά γεμάτη αυτή αίθουσα και μας γεμίζει ρίγη συγκίνησης και πατριωτισμού. Στο περιδιάβασμα αυτών των στίχων, τόνισε ο κος Γεωργούλας, που σαν βόμβες σκιάζουν και βροντάνε στα θεμέλια κάθε τυραννίας ο συγκινησιακός μας μηχανισμός αναστατώνεται.. Είναι τέτοια και τόσα τα κεντρίσματα που φέρνουν στα σπλάχνα χαλασμό, που κάνουν τις γροθιές ομαδικά να σηκώνονται σφιγμένες και τα δόντια να τρίζουν. Πόση αλήθεια εθνοπαιδευτική επίδραση πάει χαμένη, όταν τα κείμενα αυτά λείπουν από τα βιβλία των μαθητών μας!
Αλλά ας ακούσουμε το στρατηγό κο Παναγιώτη Κωτσόπουλο να ζωντανεύει με τον έμφυτο δυναμισμό του το θαυμάσιο αυτό ποίημα του λευκαδίτη βάρδου, για να γευτούμε λίγο από το δυνατό βαλαωρίτικο κρασί. Πράγματι ο κος Κωτσόπουλος έκαμε μια άψογη απαγγελία από στήθους και καταχειροκροτρήθηκε.
Αφού η χορωδία με δυο πατριωτικά τραγούδια ηλέκτρισε την ατμόσφαιρα, στο βήμα ανέβηκε ο πατήρ Κωνσταντίνος Γκέλης.
Με μια αναδρομή στην 29η Μαίου 1453, ο πατήρ Γκέλης τόνισε ότι ο λόγος της πτώσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν η αμαρτωλή ζωή των χριστιανών και ότι με την υποδουλωσή μας στους Τούρκους σώθηκε η Ορθοδοξία από τη Δύση.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία έδωσε εξουσία και δύναμη εθνική στον Πατριάρχη και η Ορθοδοξία στο χώρο του υπόδουλου Ελληνισμού δημιούργησε τους συγκινητικούς κραδασμούς της Ελληνικης ψυχής, ατσάλωσε μέσα στο καμίνι της πίστεως και της αγωνιστικότητας τα χέρια που θα κράταγαν της λευτεριάς τη δάδα.
Ο αφανής κλήρος με το τριμμένο ράσο δυνάμωσε την άσβηστη σπίθα που με το θεϊκό φύσημα έγινε φλόγα, έγινε πυρκαγιά για να κάψει τον κατακτητή. Αυτή η πυρκαγιά γίνεται φλάμπουρο, γίνεται βροντή και κεραυνός που ακούγεται πρώτα στην Αγία Λαύρα, στην Καλαμάτα, στη Στερεά, στην Ήπειρο και στη Μακεδονία. Γίνεται εγερτήριο σάλπισμα και εθνικό τραγούδι που το σκορπάει ο αγέρας της στεριάς και το μαϊστράλι της θάλασσας σε όλους τους σκλάβους.
Αφού η χορωδία με δύο δημοτικά τραγούδια της κλεφτουριάς ύψωσε το πατριαρχικό φρόνημα, ο στρατηγός κος Κουργιαντάκης, παρουσίασε το Θεοφιλέστατο επίσκοπο Γκάνας και εξήρε το ιεραποστολικό του έργο. Ο Θεοφιλέστατος είχε επισκεφτεί ξανά τα γραφεία του συλλόγου μας όπου και μας παρουσίασε λεπτομερώς το έργο που επιτελείται στην επισκοπή του.
Ομιλία Επίσκοπου Γκάνας κ.κ. Δαμασκηνού (κείμενο)
Στην συνέχεια ο επίσκοπος με λίγα λόγια αναφέρθηκε όχι στο έργο της ιεραποστολής του, αλλά στη σημασία των δύο εορτών, της Εθνικής και της Θεομητορικής και εξέφρασε την ευχή οι δύο αυτές εορτές να γιορτάζονται πάντοτε με λαμπρότητα από όλους τους Έλληνες απανταχού της γης.
Η γιορτή έκλεισε με την προσευχή και τον Εθνικό Ύμνο.
Δημήτρης Γεωργούλας- Φιλόλογος