Ιεραποστολικά

Μια πρόσφατη εμπειρία με τους εν Χριστώ αδελφούς μας της φυλής Τουρκάνα

Aναλογίζομαι σήμερα, ύστερα από περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, την άκρα μακροθυμία και συγκατάβαση του φιλάνθρωπου Κυρίου μας, όταν για πρώτη φορά πάτησα το πόδι μου στην ευλογημένη αυτή γη της αφρικανικής ηπείρου, σε μια εποχή αναζητήσεων, πολλών δοκιμασιών και συμφορών, σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η πανδημία του κορωνοϊού άλλαξε την πορεία του ανθρώπου και την πλήγωσε τόσο, ώστε δημιουργήθηκαν τέτοιες φοβερές καταστάσεις που ταλαιπώρησαν το ανθρώπινο πρόσωπο και την αξιοπρέπειά του. Δημιουργήθηκε ένα είδος εσωτερικού διχασμού ανάμεσα στους ανθρώπους όλων των ηπείρων, των λαών και των φυλών.

Καταλαβαίνει κανείς αμέσως την τεράστια ταραχή και σύγχυση που προκλήθηκε εδώ στην αφρικανική ήπειρο. Εφ’ όσον εμάς τους προνομιούχους και «πολιτισμένους» μάς έχει αναστατώσει, αυτόματα διερωτάται κανένας ποια ήταν η εικόνα που παρουσίαζε η Αφρική όλο αυτό το διάστημα. Παρ’ όλα τα μέτρα αυστηρότητας και περιορισμού, η ζωή συνεχίζεται κανονικά σε τέτοιο βαθμό που μπορώ να πω απερίφραστα ότι οι άνθρωποι ούτε καν άλλαξαν το καθημερινό πρόγραμμά τους παρ’ όλη την πείνα που οπωσδήποτε μαστίζει τον τόπο μας.

Μια εικόνα διαφορετική, επειδή εδώ υπάρχει άμεση επαφή και όραση του ωραίου σχεδίου της δημιουργίας του κόσμου, του ορατού και του αόρατου. Περίεργα συναισθήματα! Η εικόνα αυτή της μακράς αποδημίας από τη μια μεριά της Κένυας στην άλλη φτιάχνει το πραγματικό μωσαϊκό. Γι’ αυτό και επιμένω για το μακρινό αυτό ταξίδι το οποίο δεν είναι μόνο ευαγγελικό αλλά και εξερευνητικό. Σ’ όλα αυτά τα χρόνια της διακονίας μου πάντα ήμουν έτοιμος για νέες εφευρέσεις, ανακαλύψεις και εμπειρίες, έτσι ακριβώς όπως έκανα όταν άρχισα τις έρευνές μου στην ιστορία και τον πολιτισμό. Γι’ αυτό είναι τόσο εντυπωσιακό το γεγονός της σποράς του Ευαγγελίου, αλλά και της στήριξης των ανθρώπων, έτσι όπως ζουν γενεές γενεών χωρίς να θέλουν ή να μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους.

Ενθυμούμαι έντονα ακόμα εκεί την πρώτη εξερευνητική αποστολή στην περιοχή που κατοικούσε η φυλή των Τουρκάνα και η συνάντησή μου μαζί τους. Έβλεπαν για πρώτη φορά έναν λευκό Ευρωπαίο –πού να ήξεραν από πού ερχόμουν! – από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ένα ακριβώς μήνα μετά την αποφοίτησή του, ντυμένος μ’ ένα λονδρέζικο κοστούμι και μια φανταχτερή γραβάτα, μ’ έναν διπλωματικό χαρτοφύλακα με όλα τα  απαραίτητα για το ταξίδι αυτό: ξυριστικά εργαλεία, σεντόνια, πετσέτες κ.τ.λ. που τελικά δεν χρειάστηκε καν να τα χρησιμοποιήσω. Πού να ήξερα ότι βρισκόμουν εκείνη την ώρα στην πιο απομακρυσμένη περιοχή με κατοίκους πρωτόγονους σε τέτοιο βαθμό που τα παιδάκια με αποκαλούσαν «animal» δηλ. ζώο, αφού φαντάζονταν ότι κατέβηκα από έναν άλλο πλανήτη! Καταλαβαίνει κανείς τη δική μου θέση, τις πρώτες εντυπώσεις και συλλογισμούς. Θεέ μου, πού έφθασα; Πού βρίσκομαι; Τι κάνω; Λαός του Θεού περιούσιος, εκλεκτός, ξεχωριστός, αφού κρατούσαν ακόμα τις αρχαίες τους παραδόσεις, το ντύσιμό τους, τα στολίδια τους, τους χορούς και τα τραγούδια τους. Άνδρες και γυναίκες ημίγυμνοι, παιδάκια τελείως γυμνά, μια ξεχωριστή σκηνή για τον καλύτερο ζωγραφικό πίνακα!

Δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ ακριβώς πόσες μέρες έμεινα εκεί, σίγουρα καμιά δεκαπενταριά μέρες μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες και τον πολιτισμό των «πρωτοπλάστων» αυτών δημιουργημάτων του Θεού. Δεν κάνω καμιά κριτική ούτε κανένα παράπονο. Θα έλεγα ότι έζησα μαζί τους όλες τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου, γιατί ήταν μέρες πρωτοαποστολικές. Για πρώτη φορά ακουγόταν ο λόγος του Ευαγγελίου. Κρατώ ακόμα ένα ολόκληρο τετράδιο με τις σημειώσεις ενός ιεροσπουδαστή που κατέγραφε τα μαθήματα κατηχητικής που τους έκανα και μετά τις ερωτήσεις που έκαναν και απαντούσα. Αυτό θα αποτελέσει μια μέρα ένα κειμήλιο ιστορικό, μια αυθεντική πηγή της θεωρίας και της πράξης της εξωτερικής ιεραποστολής για τον μέλλοντα ερευνητή και ιστορικό. Βρισκόμαστε τώρα ακόμα στον 20ο αιώνα.

Ύστερα από τέσσερις και τόσο δεκαετίες μεταφερόμαστε τώρα στον 21ο αιώνα στην ίδια φυλή των Τουρκάνα, αλλά στην άλλη πλευρά της χώρας κοντά στα σύνορα της Αιθιοπίας, στην αχανή έρημο. Το σκηνικό παραμένει το ίδιο όμως, όπως και τότε, έτσι οι κάτοικοι αυτής της φυλής ζουν και τώρα μέσα σ’ αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο με τις αρχαίες συνήθειες, τις ενδυμασίες τους και τα τελετουργικά τους, με αποκορύφωμα τώρα την ανακάλυψη του μόνου αληθινού Θεού και Δημιουργού τους. Φυσικά, εδώ χρειάζεται ν’ ασχοληθεί κανείς ειδικά για τη βαθιά θρησκευτική τους παράδοση και συνήθειες που συνδέονται άμεσα με το θείο, έτσι όπως το αντιλαμβάνονται και το ζουν, όσο κι αν προσπάθησε ο δυτικός «πολιτισμός» να τους απορροφήσει χωρίς να τα καταφέρει.

Μια γρήγορη ματιά μάς επιβεβαιώνει ότι όπως κι άλλες φυλές έτσι κι αυτή μέχρι σήμερα διατηρούν βαθιά την πίστη των πατέρων τους και τις αρχαίες παραδόσεις που έμμεσα έχουν σχέση με τη χριστιανική, αφού τα παλαιά έθιμά τους συνοψίζουν κατά κάποιο τρόπο, τονίζοντας και καταλήγοντας στην άπειρη αγάπη του Θεού προς τον Δημιουργό και τη Δημιουργία Του. Είναι, από συζητήσεις που είχα με τους γέροντες της φυλής, σημαντικό το γεγονός της παρουσίας των μυστηρίων μέσα από τη δική τους προοπτική. Το ευχάριστο – και είναι αυτό που τους ενώνει και τους κάνει να αισθάνονται μια άνεση και οικειότητα μαζί μας – είναι ότι βλέπουν πολλά από τα μυσταγωγικά μας ήθη, έθιμα και πρακτική να συμπίπτουν με τα δικά τους.

Αυτές τις συγκλονιστικές μέρες που ζουν όλοι οι άνθρωποι στον πλανήτη μας, πρόσεξα ότι οι Τουρκάνα ενεργούν τόσο βαθιά και ζουν την Ορθόδοξη πίστη τους με κατάνυξη και δέος, συμμετέχοντας σ’ όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας μας, ιδιαίτερα εκείνο της Θείας Ευχαριστίας. Προσπάθησα να ερμηνεύσω τις κινήσεις και τις πράξεις τους για να σιγουρευτώ πως ό,τι κάνουν το νιώθουν και το αισθάνονται. Δεν είναι εξωτερική και επιπόλαια η συμμετοχή τους, αλλά εσωτερική, βαθιά ανάγκη και βεβαιότητα της παρουσίας του ίδιου του Θεού μέσα στη ζωή τους. Ο ναός είναι ασφυκτικά γεμάτος, ιδιαίτερα με νέους και παιδιά, συνωστισμός, και καθ’ όλη τη διάρκεια τόσο του όρθρου όσο και της Θείας Λειτουργίας έψαλλαν όλοι μαζί στη διάλεκτο των Τουρκάνα. Και φυσικά πέρασαν όλοι και γεύτηκαν το αθάνατο φάρμακο του σώματος και αίματος του Κυρίου μας! Μετά από τόσα χρόνια, τόσες θυσίες και κόπους, στερήσεις και δοκιμασίες με τους πέντε ιερείς της ίδιας φυλής, το έργο του Ευαγγελίου προάγεται και συνεχώς γίνεται μέρος της ίδιας της ζωής των Τουρκάνα, σε τέτοιο βαθμό που πια η εικόνα, ότι συνεχίζεται άνετα και συνειδητά το αρχαίο κάλλος της τοπικής με τη μυστηριώδη και μυστηριακή ζωή της Ορθοδοξίας μας, είναι γεγονός το οποίο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ή να παραγκωνίσουμε. Αυτή είναι η πραγματικότητα και αυτό που ζήσαμε μαζί τους είναι μια επιβεβαίωση ότι οι μέλλοντες ιερείς, που ήλθαν και φοίτησαν στην Πατριαρχική μας Σχολή και τώρα υπηρετούν τον πιστό λαό του Θεού, μετέφεραν τις γνώσεις τους και την καλλιέργειά του Ορθόδοξου ύφους και ήθους στους κατοίκους της πρωτόγονης αυτής φυλής και δούλεψαν ουσιαστικά και παραδειγματικά για τη σταθερή συνέχεια του Ευαγγελικού Λόγου στις ψυχές των αθώων αυτών πλασμάτων και δημιουργημάτων του Μεγάλου Αρχιτέκτονα του σύμπαντος κόσμου.

† Ο Ναϊρόμπι Μακάριος