Ιεραποστολικά

Εἰσήγηση κ. Τσελεγγίδη Δημητρίου

Η εισήγηση του κυρίου καθηγητή Δημητρίου Τσελεγγίδη έγινε στην κοπή της βασιλόπιτας, 26 Ιανουαρίου 2020, στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ τ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΠΘ

Ἀθήνα 26-1-2020

Η ΙΕΡΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΤΗΣ

Θεολογική Προσέγγιση

 

α) Πῶς νοεῖται ἡ Ἱερά Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας

Ὡς Ἱερά Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας, ἐννοοῦμε τήν Ἀποστολή τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Θεανθρώπου στούς οὐρανούς. Οὐσιαστικά, ἡ Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ συνέχιση μέ τήν ἐντολή τοῦ ἀναστάντος Κυρίου: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Χριστοῦ στήν κτίση καί τήν ἱστορία, σύμφωνα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» 1 . Ἀδιάψευστη ἐγγύηση γιά τήν ἀναλλοίωτη ταυτότητα τοῦ σώματος τῆς

Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ διαβεβαίωση τῆς Θεανθρώπινης Κεφαλῆς της: «Ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» 2 .

Ἡ Ἱερά Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας δέν λειτουργεῖται αὐτοματοποιημένα καί μηχανιστικά. Ἤδη στά λόγια τοῦ Ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἐνέχονται οἱ θεμελιώδεις προϋποθέσεις, τά προαπαιτούμενα, τά ὁποῖα καί καθιστοῦν τήν Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεσματική στήν πράξη. Τά προαπαιτούμενα αὐτά συμπυκνώνονται στήν ρήση τοῦ Κυρίου: «διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» 3 . Στό σημεῖο αὐτό θά ἐπικεντρώσουμε τήν συνέχεια τῆς Ὁμιλίας μας. Ἐκ τῶν προτέρων θά ποῦμε μόνον, ὅτι ὅταν δέν τηροῦνται ὅλα ἐκεῖνα πού παραγγέλλονται ἀπό τόν Κύριό μας, σίγουρα ἁμαρτάνουμε σ’ Αὐτόν. Καί ὅταν ἁμαρτάνουμε, χωριζόμαστε ἀπό Αὐτόν, ὁπότε ἀδυνατοῦμε νά ἀνταποκριθοῦμε οὐσιαστικά στήν Ἱερά Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας Του.

 

β) Ποιά εἶναι εἰδικότερα τά θεμελιώδη προαπαιτούμενα τῆς Ἱερᾶς Ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς

Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, πρίν εἰσαγάγει ὁ Θεός Πατέρας τόν ἀγαπητό Του Υἱό στό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, μέσω τῆς ἵδρυσης τῆς Ἐκκλησίας, ἀπέστειλε τόν ἔνσαρκο ἄγγελό Του, τόν Τίμιο Πρόδρομο, γιά νά προετοιμάσει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, πού ἐπρόκειτο νά δεχθοῦν τόν Σωτῆρα Χριστό.

Ἡ προετοιμασία αὐτή ἦταν τό κήρυγμα τῆς μετανοίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, τό ὁποῖο συμπυκνώνεται στήν ρήση του: «μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» 4 . Παράλληλα, τό βάπτισμα τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἦταν εἰσαγωγικό καί ὁδηγοῦσε τούς βαπτιζομένους στή μετάνοια («ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν» 5 ), ὥστε νά πιστέψουν στόν Χριστό, ὡς «Υἱόν τοῦ Θεοῦ» 6 καί ὡς «αἴροντα τάς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου» 7 , ὁ ὁποῖος καί θά τούς βαπτίσει «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πυρί» 8 .

Αὐτό ἀκριβῶς, τό ἐντελῶς ἀναγκαῖο προαπαιτούμενο γιά τήν ἔνταξη τῶν ἀνθρώπων στό θεουργό Θεανθρώπινο σῶμα, ἐπαναλαμβάνει ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός πρός τούς ἀκροατές Του: «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· μετανοεῖτε καί πιστεύετε ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ» 9 . Στή συνέχεια, ὁ Κύριος ἐντοπίζει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα στίς ἀναγεννημένες καρδιές τῶν πιστῶν Του: «ἰδού, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν» 10 .

Ἡ ἐνοίκηση, βέβαια, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στίς καρδιές τῶν πιστῶν προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τήν ἐκδίωξη ἀπό αὐτές τοῦ τυραννικοῦ κατόχου τους, τοῦ διαβόλου. Εἶναι χαρακτηριστικῶς ἀποκαλυπτικά ἐπ’ αὐτοῦ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: «εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Πνεύματι Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» 11 . Μέσα στό πνεῦμα τῶν λεγομένων αὐτῶν ἀπό τόν Χριστό, κατανοεῖται καί ὁ τρόπος ἐντάξεως τῶν πιστῶν, ὡς μελῶν, στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, κατανοεῖται καί ἡ ἐντελῶς ἀναγκαία Κατήχηση καί οἱ Ἐξορκισμοί πρίν ἀπό τό μυστήριο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.

Τό σωτηριῶδες αὐτό ἔργο τοῦ Χριστοῦ συνεχίζει μέ τήν ἴδια φερεγγυότητα ἡ Ἐκκλησία, ὡς Θεανθρώπινο σῶμα Του. Τό μυστηριακό αὐτό σῶμα εἶναι ζωντανός φορέας τῆς μόνης ἀκτίστου ὑπερδυνάμεως, πού κατανίκησε ὁλοκληρωτικά τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο. Γι’ αὐτό καί μπορεῖ νά ἐγγυᾶται πραγματικά -ἐδῶ καί τώρα- τήν βιωματική καί ἐμπειρικά διαπιστούμενη ἐγγύτητα καί ἐνοίκηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐντός τῶν καρδιῶν τῶν μελῶν της, μετά βεβαίως τήν ἐκδίωξη τοῦ διαβόλου ἀπό αὐτές. Αὐτό ἀκριβῶς διαπιστώνεται καί προσωπικά ἀπό τόν πιστό, κατά τήν βιωματική προσευχή τῆς μετανοίας του.

Μάλιστα, τό διαχρονικά αἰσιόδοξο μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, ὅτι διά τῆς ὑπαρξιακῶς βιουμένης μετανοίας ἐπανακτᾶται ἐνεργοποιημένη αὐτή ἡ ἄκτιστη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπ’ ὅλα τά μέλη της -κληρικούς καί λαϊκούς- καί φυσικά καί ἀπό τήν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο, ἐπειδή ὁ Χριστός, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, μετασκεύασε τό Βάπτισμα τοῦ Προδρόμου Του, ἐμφυτεύοντας σ’ αὐτό μυστικῶς διά τοῦ ἑαυτοῦ Του τήν πηγή τῆς ἀϊδίου Χάριτος. Εἵλκυσε τό Πνεῦμα τῆς υἱοθεσίας μας πάνω στήν ἀνθρώπινη φύση, τό Ὁποῖο παραμένει σέ μᾶς, ὅταν ζοῦμε μέ μετάνοια, ἀκόμα καί ἄν ἁμαρτήσαμε 12 . Αὐτό τό Πνεῦμα τό οἰκειωνόμαστε στό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματός μας.

Ὁ Χριστός εἶναι σαφέστατος στήν Ἐπιστολή τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη πρός τόν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας. Ἐπειδή -τοῦ 2 λέει, καί δι’ αὐτοῦ στόν καθένα διαχρονικά- δέν εἶσαι οὔτε κρύος οὔτε ζεστός, θά σέ ἐμέσω ἀπό τό στόμα μου» 13 . Στή συνέχεια, ὅμως, ἐκφράζοντας τήν μακροθυμία καί τήν εὐσπλαγχνία Του, λέει: «Ἐγώ ὅσους ἀγαπῶ τούς διαπαιδαγωγῶ μέ αὐστηρότητα. Γι’ αὐτό δεῖξε ζῆλο καί μετανόησε. Ἤδη στέκομαι μπροστά στήν πόρτα καί κτυπῶ. Ἄν κάποιος ἀκούσει τήν φωνή μου καί μ’ ἀνοίξει τήν πόρτα, θα μπῶ στό σπίτι του καί θά δειπνήσω μαζί του κι αὐτός μαζί μου» 14 . Καί ἀκολουθεῖ τό πάνω ἀπό κάθε προσδοκία: Τόν νικητή θά τόν βάλω νά κάτσει μαζί μου στό θρόνο μου, ὅπως κάθισα κι ἐγώ νικητής μαζί μέ τόν Πατέρα μου στό θρόνο Του. Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἄς ἀκούσει τί λέει τό Πνεῦμα στίς Ἐκκλησίες» 15 .

Εἶναι ἄκρως σημαντικό, ὅτι ὁ Χριστός -ἐμφανιζόμενος μετά τήν Ἀνάστασή Του στούς μαθητές Του, καί ἀφοῦ «διήνοιξεν αὐτῶν τόν νοῦν τοῦ συνιέναι τάς γραφάς» 16 – τούς πληροφόρησε, ὅτι «ἔδει κηρυχθῆναι ἐπί τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καί ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τά ἔθνη» 17 . Ἐδῶ, εἶναι πολύ σαφές, ὅτι ὁ Χριστός γνωστοποιεῖ τήν Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν παρέχει ὡς ἐντολή στούς μαθητές Του. Οἱ μαθητές Του ὀφείλουν -ἀπαρεγκλίτως καί διαχρονικά- νά κηρύξουν σέ ὅλα τά ἔθνη ἐν ὀνόματί Του μετάνοια, ὡς προϋπόθεση τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀκροατῶν τους, προκειμένου νά ἐγκατασταθεῖ ἐντός τους, μυστηριακῶς, ἡ ἄκτιστη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἀπό τά παραπάνω ἐκτεθέντα εἶναι σαφές, ὅτι ἐπίκεντρο τῶν προϋποθέσεων τῆς Ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό κήρυγμα τῆς μετανοίας. Μάλιστα, ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς γίνεται μέ τόν πιό ἐπίσημο τρόπο ἀπό τήν πρώτη κιόλας ἡμέρα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἤδη τό πρωινό τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, κατά τήν ὁποία ἱδρύεται, διά τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καλεῖ τούς ἀκροατές τοῦ κηρύγματός του πρῶτα σέ μετάνοια καί ἀκολούθως στήν ἔνταξή τους στήν Ἐκκλησία, γιά νά γίνουν καί αὐτοί, διά τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέτοχοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ 18 .

Εἶναι λοιπόν προφανές, ὅτι ἡ μετάνοια, ὡς Βιβλική ἀπαίτηση, εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τόν ἐρχομό τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στίς καρδιές τῶν πιστῶν, πρᾶγμα πού ἀποτελεῖ καί τόν κύριο σκοπό τῆς ὅλης Ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας. Μέ ἄλλα λόγια, προηγεῖται ἡ προσωπική μετάνοια καί ἀκολουθεῖ ἡ Ἱεραποστολή, ὡς ξεχείλισμα τῆς προσωπικῆς ζωῆς τῆς μετανοίας. Γι’ αὐτό καί ὅποιος ζεῖ τήν μετάνοια, τήν μεταδίδει, ἀκόμη κι ὅταν δέν τήν ἐκφράζει λεκτικά.

Ἀλλά, ἐνῶ ἡ ἐνοίκηση τῆς ἄκτιστης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐντός μας εἶναι ἀποκλειστικά καί μόνο ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἡ προϋπόθεση γι’ αὐτήν τήν ἐνοίκηση καί τήν ἐνδεχόμενη ἐπανενεργοποίησή της εἶναι ἔργο καί τῆς δικῆς μας ἐλεύθερης συνεργίας. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί ὁ Χριστός συνιστᾶ σέ ὅλα ἀνεξαιρέτως τά μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματός Του τήν μετάνοια, εἴτε αὐτοί εἶναι ἁπλοί πιστοί, εἴτε εἶναι Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἐπ’ αὐτοῦ εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ σύσταση τοῦ Χριστοῦ σέ Ἐπισκόπους τῶν ἑπτά Ἐκκλησιῶν πού μνημονεύονται στό κείμενο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη: «ἔχω κατὰ σοῦ -λέει στόν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐφέσου- ὅτι τὴν ἀγάπην σου τὴν πρώτην ἀφῆκας. Μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας, καὶ μετανόησον καὶ τὰ πρῶτα ἔργα ποίησον· εἰ δὲ μή, ἔρχομαί σοι ταχὺ καὶ κινήσω τὴν λυχνίαν σου (ἐνν. τήν Ἐκκλησίαν σου) ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, ἐὰν μὴ μετανοήσῃς» 19 . Τήν ἴδια κλήση σέ μετάνοια ἐπαναλαμβάνει ὁ Χριστός στούς Ἐπισκόπους τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Περγάμου 20 καί τῶν Σάρδεων 21 . Ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ἐπιβεβαίωσε τόν λόγο τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἠχεῖ ἀπειλητικά στ’ αὐτιά μας καί σήμερα.

Ἀπό τά παραπάνω γίνεται σαφές, ὅτι ὁ Χριστός ἀπαιτεῖ τήν μετάνοια πρωτίστως ἀπό τούς ποιμένες Του, καί εἰδικότερα ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς Του, ἀπό τήν Διοίκηση δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ πρόταξη αυτή δέν μειώνει καθόλου τήν εὐθύνη τοῦ κάθε πιστοῦ ὡς πρός τό προαπαιτούμενο τῆς μετανοίας, γιά τήν ἐνοίκηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐντός του καί γιά καί τήν ἐπανενεργοποίησή της, ὅταν αὐτή ἀπενεργοποιηθεῖ, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας του.

Ἡ μετάνοια, ὡς προαπαιτούμενο τῆς Ἱερᾶς Ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας, βιώνεται ὡς μυστήριο τοῦ Θεοῦ, καταρχήν σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ἀπ’ ὅπου ἐπεκτείνεται ὁμοκεντρικῶς καί βιωματικῶς καί σέ ἄλλα ἐπάλληλα ἐπίπεδα, ὅπως εἶναι τό οἰκογενειακό, τό ἐπαγγελματικό, τό κοινωνικό, ἀλλά καί τό θεσμικό ἐπίπεδο.

Ἡ περίπτωση τῆς μετανοίας τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας, ἐνόσω ἀναφέρεται καί σέ θεσμικό ἐπίπεδο, προϋποθέτει, ἀλλά καί ἐκφράζει συνήθως τόν βαθμό τῆς βιουμένης ὑπαρξιακῶς μετανοίας τῶν καρδιῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας τῶν πιστῶν. Ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ τήν σύσταση τοῦ Ἴδιου τοῦ Χριστοῦ: «ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τήν δοκόν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου» 22 .

Ἡ διαπίστωση αὐτή εἶναι πολύ σημαντική γιά τούς πιστούς, ἐπειδή ἔτσι τούς ἀφαιρεῖται καί κάθε λογικοφανής βάση, γιά νά κατακρίνουν φαρισαϊκῶς τό ἔλλειμμα μετανοίας τῶν Ἐκκλησιαστικῶν τους ταγῶν.

Ἀλλά, ἄν ἡ Ἱερά Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν κόσμο εἶναι τελικῶς ἡ ἐνοίκηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στίς καρδιές τῶν πιστῶν καί ἡ πρόγευση τῆς αἰωνίου ζωῆς τοῦ Θεοῦ στήν ἐπί γῆς ἱστορική παρουσία τους, καί ἄν τό προαπαιτούμενο αὐτῆς τῆς Ἀποστολῆς εἶναι ἡ μετάνοια γιά τίς ἁμαρτίες τους, θά πρέπει νά διευκρινιστεῖ μέ κάθε ἀκρίβεια ὁ χαρακτήρας τῆς ἁμαρτίας, σύμφωνα πάντα μέ τήν δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀκόμη εἰδικότερα, θά πρέπει νά διευκρινιστεῖ, τί εἶναι καθεαυτήν ἡ ἁμαρτία, ποιά εἶναι ἡ πρωτογενής αἰτία της, ποιά εἶναι ἡ πρωτόγνωρη μετεξέλιξή της στίς μέρες μας, καί ποιά εἶναι ἡ διαδικασία καθάρσεως τῆς καρδίας διά τῆς μετανοίας.

Ἡ ἁμαρτία, κατά τήν Ἁγιοπατερική μας Παράδοση, δέν ἔχει καθεαυτήν ὀντολογική ὕπαρξη, οὔτε εἶναι κάποια ἐνυπόστατη δύναμη 23 , ἐνταγμένη ὀργανικά στήν ἀνθρώπινη φύση 24 . Τήν ἀλήθεια αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τήν φανέρωσε, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἄν δέν γινόταν ἄνθρωπος ὁ συναΐδιος Λόγος τοῦ Θεοῦ -λέγει- ἡ ἁμαρτία θά φαινόταν ὅτι ὑπάρχει ἐκ φύσεως στόν ἄνθρωπο, διότι κανείς ἄνθρωπος ἀνά τούς αἰῶνες δέν ἦταν ἀναμάρτητος… Γι’ αὐτό ἀναλαμβάνει ἀνθρώπινη φύση ὁ Θεός, γιά νά δείξει πόσο πολύ αὐτή εἶναι ἐκτός τῆς ἁμαρτίας καί πόσο πολύ καθαρή εἶναι, ὥστε νά μπορεῖ αὐτή νά ἑνωθεῖ μέ Αὐτόν καθ’ ὑπόσταση καί νά μείνει αἰώνια μέ Αὐτόν ἀχωρίστως 25 . Ἁπλῶς, ἡ ἁμαρτία ἐμφανίζεται ἀργότερα ὡς πονηρή πράξη, ὡς κάτι ἐπείσακτο. Γι’αὐτό καί δέν ὑπάρχει καθεαυτήν πρίν τήν πονηρή πράξη, ἐνῶ, ὅταν παύσει νά ἐνεργεῖται, συναφανίζεται ἡ ὕπαρξή της 26 . Καί, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία δέν ἀνήκει στή φυσιολογία τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ὀντολογικό γνώρισμά του, δέν μπορεῖ καί νά τοῦ ἐπιβληθεῖ ἀπό κάποια ἀναγκαιότητα ἤ βία 27 .

Ὁ ἄνθρωπος, ὡς «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» δημιοργηθείς, ὅταν συμβαίνει νά ἁμαρτάνει, δέν ἐνεργεῖ μέ βάση τίς προδιαγραφές του. Ἀπεναντίας, τίς διαψεύδει, γι’ αὐτό καί ἀποξενώνεται ἀπό τόν Θεό. «Θεοῦ ἀλλοτρίωσις ἁμαρτία», θά μᾶς πεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 28 . «Φεύγομεν ἀπό τοῦ Θεοῦ, εἰς ἀλλοτρίαν ἀπερχόμεθα γῆν», σημειώνει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος 29 , καί ἐπιπροσθέτως, εἰσπράττουμε καί τήν «ἀποστροφή» τοῦ Θεοῦ, κατά τόν Μέγα Βασίλειο 30 , ἐνῶ, ὅταν ἁμαρτάνουμε ἀμετανόητα, πρᾶγμα πού εἶναι καί τό χειρότερο 31 , μᾶς ἀποκόπτει πλέον ἀπό Αὐτόν, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ 32 . Ἄλλωστε, σ’ αὐτήν τήν περίπτωση τῆς ἀμετανοησίας, ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν ἴδιο Ἅγιο, ἐξομοιώνεται μέ τόν διάβολο 33 , τόν ὁποῖο καί ἐνοικίζει ἐντός του 34 . Ἔτσι κατανοεῖται καί τό Βιβλικό χωρίο: «ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν» 35 . Ὁ διάβολος, βέβαια, χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο καί ὡς «αὐτοαμαρτία», ἐπειδή ἔχει γίνει «ἀρχηγός τῆς ἁμαρτίας» 36 .

Οἱ χειρότερες πάντως μορφές τῆς ἁμαρτίας, ἐμπειρικῶς, ἐμφανίζονται, κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ὅταν αὐτός πού ἁμαρτάνει, ἀρνεῖται τό γεγονός τῆς ἁμαρτίας του, ὅπως ἔγινε στήν περίπτωση τοῦ προγονικοῦ ζεύγους 37 , ἀλλά καί ὅταν κάποιος ἐπαινεῖ τούς ἁμαρτάνοντας 38 .

Ἡ ἁμαρτία χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Ἱερό Χρυσόστομο ὡς ἀρρώστια τῆς ψυχῆς 39 , ἡ ὁποία τήν καθιστᾶ ἀναίσθητη 40 , σκοτίζει τόν λογισμό καί τήν διάνοια 41 , κάνει δειλό τόν ἁμαρτάνοντα 42 καί καταστρέφει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου 43 , ἀφοῦ καί κατά τήν διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ, «πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας» 44 .

Ἡ ἁμαρτία ὅμως εἶναι πολυπρισματική. Ἔτσι, κατά τόν Μ. Βασίλειο, ἡ ἀνοχή στήν ἁμαρτία τοῦ πλησίον εἶναι ἐφάμαρτη, ὅπως ἔδειξε ἡ περίΕὔας 45 . Ἡ ἀνοχή αὐτή ἔχει καί ἀρνητικές κοινωνικές ἐπιπτώσεις, ἀφοῦ πτωση τοῦ Πιλάτου, ὡς πρός τούς Ἰουδαίους, καί τοῦ Ἀδάμ ἔναντι τῆς κατά τόν ἴδιο Πατέρα, καταδικάζονται ἀπό τόν Θεό, ὅσοι δέν δείχνουν ἀγαθό ζῆλο πρός τούς ἁμαρτάνοντες 46 . Ἀλλά καί κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, «ἡ παρ’ ἑκάστου γινομένη πλημμέλεια κοινήν τινα καί ἀφόρητον οἴση τήν βλάβην τῇ πόλει» 47 , ἐνῶ οἱ αἰτίες ὅλων τῶν κακῶν εἶναι οἱ ἁμαρτίες 48 . Γι’αὐτό, ὀφείλουμε νά κινηθοῦμε ἐλεγκτικά πρός τόν ἁμαρτάνοντα ἀπό ἀδελφικό ἐνδιαφέρον καί ἀγάπη, ἐπειδή ὁ ἁμαρτάνων βλάπτει τόν ἑαυτό του, τόν πλησίον του καί κατεξοχήν τό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο καί ὁ ἴδιος ἀνήκει. Εἶναι γνωστή καί καθοδηγητική ἐπ’ αὐτοῦ ἡ ἐλεγκτική παρέμβαση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, στήν περίπτωση τοῦ Κορινθίου 49 . Ὅλα αὐτά κατανοοῦνται πλήρως, ὅταν ἐνταχθοῦν σωστά μέσα στό ἐκκλησιολογικό καί σωτηριολογικό πλαίσιό τους. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό, ὅπου ἡ ἁμαρτία θεωρεῖται Βιβλικά ὡς τό κεντρί τοῦ θανάτου, θά παρατηρήσει ὁ Μεγάλος Καππαδόκης, ὅτι ἄσπλαγχνος εἶναι ἐκεῖνος πού ἀδιαφορεῖ καί ὄχι ἐκεῖνος πού ἐλέγχει 50 .

Ἀξιολογικά, ἡ ἁμαρτία τῆς ψυχῆς εἶναι βαρύτερη ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ σώματος. «Ὅσο κατώτερο κατά τήν ἀξία του εἶναι τό σῶμα ἀπό τήν ψυχή, τόσο λιγότερο εἶναι τό ἁμάρτημα πού διαπράττεται μέ τό σῶμα». Τεκμηριώνοντας τήν ἀξιολογική αὐτή διαβάθμισή του ὁ Μ. Βασίλειος, σημειώνει, ὅτι στήν περίπτωση τοῦ σώματος ἡ σωματική τροφή καί ὄρεξη, μαζί μέ τίς συναφεῖς ἡδονές τους, διεγείρουν τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος πρός τήν γαστριμαργία καί τήν πορνεία. Στήν περίπτωση ὅμως τῆς ψυχῆς, χωρίς καμιά σωματική ἡδονή, ἡ μοχθηρία τῆς προαιρέσεως «τά πάθη παρά φύσει τῇ ψυχῇ ἐπεισάγει». 51

Ἀνάλογη θέση θά ἐκφράσει ἀργότερα καί ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Κατ’ αὐτόν, ἡ νοητή ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας διακρίνεται σέ τέσσερις βαθμίδες. Στήν πρώτη, καί χειρότερη ἀξιολογικῶς βαθμίδα ἀκαθαρσίας, βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, πού ἔχει ἐσφαλμένη θεώρηση τοῦ Θεοῦ, εἶναι δηλαδή ἑτερόθρησκος ἤ εἰδωλολάτρης. Στή δεύτερη βαθμίδα ἀκαθαρσίας βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος πού σφάλλει ὥς πρός τήν ὀρθή πίστη, ἐκεῖνος δηλαδή πού εἶναι αἱρετικός. Στήν τρίτη βαθμίδα ἀκαθαρσίας βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου ὁ νοῦς συγκατατίθεται στούς πονηρούς λογισμούς. Τέλος, στήν τέταρτη καί κατώτερη, ἀξιολογικῶς, βαθμίδα ἀκαθαρσίας βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἔχει καί ἐνεργό συμμετοχή τοῦ σώματος στήν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ἡ σωματικῶς τελούμενη ἁμαρτία, παρατηρεῖ, εἶναι, εὔλογα, μικρότερη ἁμαρτία, ἐπειδή τό σῶμα δέν ἁμαρτάνει αὐτοτελῶς καί αὐτόνομα. Αὐτό τό τελευταῖο δέν πρέπει νά παρανοηθεῖ. Ὁ Θεός βδελύσσεται τήν ἁμαρτία τῆς σαρκός, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἁγία Γραφή. Τοῦτο σημαίνει, εὔλογα, ὅτι πολύ περισσότερο βδελύσσεται τίς παραπάνω βαθμίδες ἀκαθαρσίας τοῦ ἀνθρώπου.

 

γ) Ποιά εἶναι ἡ πρωτογενής αἰτία τῆς ἁμαρτίας

Πρωτίστως, πρέπει νά ποῦμε μέ κάθε ἀκρίβεια ὅτι ἡ πρωτογενής αἰτία τῆς ἁμαρτίας μας δέν εἶναι ὁ διάβολος, ἀλλά ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. «Αὐτός καθ’ ἑαυτόν ὁ Σατανᾶς αἴτιος γενέσθαι τῆς ἁμαρτίας οὐ δύναται», σημειώνει ὁ Μ. Βασίλειος. Καί τεκμηριώνει τήν θέση του αὐτή, Βιβλικῶς, λέγοντας χαρακτηριστικά: «ὅτι δέ τά κακά ἐξ ἡμῶν αὐτῶν ἀναφύονται, δείκνυσι σαφῶς ὁ Κύριος· ἐκ γάρ τῆς καρδίας, φησί, ἐξέρχονται οἱ διαλογισμοί οἱ πονηροί». 52 Εἶναι λοιπόν προφανές, ὅτι ἡ «ἀρχή καί ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας», εἶναι «τό ἐν ἡμῖν καί τό αὐτεξούσιον». 53

Ἀκόμη εἰδικότερα, ἡ ἁμαρτία ἔχει τήν πρωτογενῆ ἀφετηρία της στήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ἤ ἀκριβέστερα στήν πονηρή προαίρεσή του, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ρίζα τῶν κακῶν. 54 Ἀπό αὐτήν γεννιέται ἡ ἁμαρτία. 55 Κατά συνέπεια, ἀπό ἐμᾶς ἐξαρτᾶται τό νά γινόμαστε πονηροί ἤ νά ἀπέχουμε ἀπό τήν πονηρία. 56 Ἡ πονηρή προαίρεση, γεννιέται μόνο «τοῖς ἐξ ἀμελείας ἀγεώργητον καταλιποῦσι τά φυσικά τῶν ἀγαθῶν σπέρματα» 57 , κατά τόν Μ. Βασίλειο.

Εἶναι ὅμως σκόπιμο νά ἀναφερθοῦμε στόν τρόπο θεραπείας τῆς ἁμαρτίας, καί νά ἐπισημάνουμε τά διαδοχικά στάδια κινήσεως τῆς ἁμαρτίας. Ἡ αὐτεξούσια πονηρή προαίρεση, στήν ὁποία ἤδη ἀναφερθήκαμε, ὡς ρίζα τῆς ἁμαρτίας, ἐκβάλλει στό ἐπιθυμητικό τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό, σωστά οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λέγουν ὅτι «ἕκαστον τῶν ἁμαρτημάτων ἐκ πονηρᾶς γέγονεν ἐπιθυμίας» 58 Ἡ πονηρή ἐπιθυμία ἐνέχει ἀντίστοιχη ἡδονή. Ἡ πονηρή στήν ἁμαρτία καί ἡ ἁμαρτία γίνεται τό ἰοβόλο κεντρί τοῦ θανάτου. Ἔτσι, ἡ αὐτή ἡδονή λειτουργεῖ στήν ψυχή ὡς ἀγκίστρι τοῦ διαβόλου, πού τήν ὁδηγεῖ πονηρή ἡδονή ἀποτελεῖ τήν μήτρα πού κυοφορεῖ τήν ἁμαρτία 59 .

Πάντως, ἡ ἀρχή τῆς γεύσεως τῆς ἁμαρτίας βρίσκεται στόν πονηρό λογισμό. 60 Ἡ ἡδονή αὐτή διαρκεῖ ἕως ὅτου ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἁμαρτία, ὅταν ὅμως διαπραχθεῖ, «ἀκολουθεῖ στήν ψυχή ἡ ἀθυμία» 61 . Πρίν ἐμφανιστεῖ στήν πράξη ἡ ἁμαρτία, σκοτίζει τόν λογισμό καί ἐξαπατᾶ τήν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὅταν ὀλοκληρωθεῖ, κάνει φανερή τήν ἀτοπία της. 62  Ἡ ἁμαρτία δηλαδή δέν μπορεῖ νά διαπραχθεῖ, ἄν προηγουμένως δέν σκοτισθεῖ τό ἡγεμονικό τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ὁ νοῦς. 63 Βέβαια, γνωρίζουμε, ὅτι ὁ πονηρός λογισμός, ἄν καί εἶναι τό προστάδιο τῆς ἁμαρτωλῆς πράξεως, ἐξισώνεται ἀπό τόν Χριστό μέ τήν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, καί καταδικάζεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν αἰώνιο χωρισμό του ἀπό τόν Θεό 64 .

Ἀπό τούς πονηρούς λογισμούς δέν μποροῦμε νά ἀπαλλαγοῦμε, ἄν δέν θεραπευθοῦμε ἀπό τίς αἰτίες τους. Αἰτίες τῶν ἐφάμαρτων λογισμῶν εἶναι οἱ ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες. Οἱ ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες ἔχουν ὡς πονηρό δόλωμα τήν ἡδονή τῶν τριῶν περιεκτικῶν κακῶν, τῆς φιληδονίας (τῆς σαρκός) – τῆς φιλοδοξίας – καί τῆς φιλαργυρίας. Καί οἱ τρεῖς αὐτές, πού εἶναι μητέρες ὅλων τῶν κακῶν, τροφοδοτοῦν μέ τήν ἁμαρτωλή ἡδονή τους τό ἐπιθυμητικό τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό, ἡ θεραπεία μας θά πρέπει νά ἀρχίσει ἀπό τήν κάθαρση τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, γιά νά μπορέσει νά καθαρισθεῖ τό θυμικό καί τέλος τό λογιστικό τῆς ψυχῆς.

Ἀπό τήν κατατεθειμένη ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, διαπιστώνουμε ὅτι διαδικαστικά ἡ ἁμαρτία ἐμφανίζει τήν ἑξῆς πορεία. Κατ’ ἀρχήν, παρουσιάζεται, ὅταν ἀπουσιάσει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. «Τό ἁμαρτάνειν κατά τήν ἀπουσίαν τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ γίνεται», 65 παρατηρεῖ ὁ ἀνατόμος τῆς ψυχῆς, Μ. Βασίλειος. Ἀπό τήν ἔλλειψη αὐτοῦ τοῦ φόβου, ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στήν «καταφρόνηση» τῶν θείων ἐντολῶν. 66 Γι’ αὐτό, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος συνιστᾶ -συχνά καί μέ ἔμφαση- τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τόν φόβο γιά τήν ἁμαρτία, ἐνῶ ἀποκλείει τήν ἀποδοχή τοῦ ὁποιουδήποτε ἄλλου φόβου. 67

Ἀπό τά παραπάνω εἶναι ἐμφανές ὅτι ἡ κατεξοχήν ἁμαρτία μας εἶναι ἡ ἀποστασία τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας ἀπό τόν Θεό καί τό ἀδιαπραγμάτευτο θέλημά Του. Ἡ πρωτογενής ὅμως προϋπόθεση αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας, πρέπει νά ἀναζητηθεῖ στήν ὑπεροψία καί τήν ἔπαρση τοῦ ἀνθρώπου νά ἀποδεχθεῖ τά αὐτονόητα, πού ἀφοροῦν τήν ὀντολογία του. Εἶναι ἡ αὐτεξούσια ἄρνησή του νά ἀνταποκριθεῖ στίς θεμελιακές προδιαγραφές τοῦ εἶναι του.

Οἱ προδιαγραφές αὐτές βρίσκονται στήν «κατ’εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργία του. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι αὐτόνομος. Παραμένει στούς ὅρους τῆς δημιουργίας του, μόνον ὅταν σχετίζεται μέ τήν

«εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ, τόν Θεό Λόγο, πού εἶναι ὁ δημιουργός καί τό «πρωτότυπό» Του. Ἡ σχέση αὐτή ἐκφράζεται μέ τήν ἀναφορά τοῦ «κατ’ εἰκόνα» στήν «εἰκόνα» του. Χωρίς τήν συνεχῆ αὐτή ἀναφορά, ὁ ἄνθρωπος αὐτονομεῖται. Καί αὐτό γίνεται ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς του.

Ἡ ἐν λόγω ἀναφορά ἔχει ὀντολογικό χαρακτῆρα, γιατί εἶναι σχέση αὐθεντικῆς ζωῆς. Ἡ συνεχής αὐτή ἀναφορά τοῦ «κατ’εἰκόνα» στό πρωτότυπό του διασφαλίζει τήν πορεία πρός τό «καθ’ ὁμοίωσιν».

 

δ) Τί εἶναι μετάνοια καί ποιά εἶναι ἡ λειτουργική διαδικασία της, γιά τήν θεραπεία τῆς ἁμαρτίας

Ἡ μετάνοια, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, νοεῖται ὡς μία ἰσόβια βιωματική κατάσταση τῶν πιστῶν, ὡς ἕνα φρόνημά τους, πού διέπει ἀξονικά τήν ἀρχή, τήν μεσότητα καί τό τέλος τῆς διαγωγῆς τους. Γι’ αὐτό καί ζητεῖται καί χρεωστεῖται, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόσο πρίν ἀπό τό Βάπτισμα ὅσο καί κατά τό Βάπτισμα, καθώς καί μετά ἀπό αὐτό. 68 Καί αὐτό, ἐπειδή ἡ μετάνοια, ὡς δραστικό καθαρτικό φάρμακο, ἐνεργεῖ εὐεργετικά στήν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας. 69 Καί φυσικά, εἶναι ὠφέλιμο σέ ὅλους, ἀφοῦ, κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, «οὐδείς ἁμαρτίας ἐλεύθερος». 70 Ἔτσι, ἡ μετάνοια ἐνεργεῖ ὡς χωνευτήρι τῆς ἁμαρτίας 71 , χωρίς νά ἐξαιρεῖται ἀπό τήν καταλυτική δράση της καμία κακία 72 . Εἶναι χαρακτηριστική ἡ μεταβολή τῆς ζωῆς μεγάλων ἁμαρτωλῶν, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν κορυφαῖα πρότυπα μετανοίας καί ἁγιότητας, πού μνημονεύονται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅπως ὁ Μανασσῆς, ὁ Δαυΐδ, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὁ Ληστής στό σταυρό κ.ἄ 73 .

Ἡ μετάνοια, ὡς φρόνημα τῶν πιστῶν, βιοῦται ἰσοβίως ὡς ἑκούσια στροφή τοῦ νοῦ τους πρός τόν Θεό ἤ ἔστω ὡς ἐπαναφορά τοῦ νοῦ τους ἀπό τήν ἀποστασία του ἀπό τόν Θεό. Ἡ μόνιμη ἑστίαση τοῦ νοῦ στό Θεό καί τό θέλημά Του -ἀμετεωρίστως- δέν ἀποτελεῖ ἀνέφικτη πραγματικότητα, ἔχει ὅμως σαφῆ προαπαιτούμενα, πού εἶναι βιωματικές καταθέσεις τῆς Ἁγιοπατερικῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς.

Ἐμεῖς, στήν παροῦσα Ὁμιλία μας, δέν θά ἐπιχειρήσουμε νά παρουσιάσουμε τήν ὑψηλή αὐτή πνευματική κατάσταση τῶν φιλοκαλικῶν Πατέρων. Θά περιοριστοῦμε στήν παρουσίαση μόνο τῆς ἀπαραίτητης θεραπείας πού παρέχει ἡ μετάνοια, καί στήν παρουσίαση τῆς διαδικασίας τῆς λειτουργίας της.

Πρακτικῶς, μετάνοια εἶναι, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τό νά μισήσει κανείς τήν ἁμαρτία καί νά ἀγαπήσει τήν ἀρετή, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν κακία καί νά κάνει τό καλό 74 . Γιά νά φθάσει σ’ αὐτήν τήν βιωματική κατάσταση ὅμως, θά πρέπει νά προηγηθοῦν κάποιες ἐσωτερικές, πνευματικοῦ χαρακτῆρα, διεργασίες. Προηγεῖται ἡ ἐπίγνωση τῶν συγκεἉγίῳ Πνεύματι αὐτοεπισκέψεώς του. Τήν αὐτοεπίγνωση ἀκολουθεῖ ἡ αὐτοἀκολουθεῖ ἡ ἐξομολόγηση, μέ συντετριμμένη καρδιά καί ἡ πρός Θεό δέηση, κριμένων ἁμαρτιῶν του, πού εἶναι τό προσευχητικό ἀποτέλεσμα τῆς ἐν κατάκριση καί αὐτήν ἡ κατά Θεόν λύπη γιά τήν ἁμαρτία του. Τήν λύπη γιά τήν συγχώρησή του, καί ἡ ὑπόσχεση, γιά ἀποχή ἀπό τίς ἁμαρτίες του 75 . Καί μ’ ὅλα αὐτά τά προαπαιτούμενα, νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀνάξιο νά συναριθμηθεῖ μέ τά τέκνα τοῦ Θεοῦ, ὅπως φρονοῦσε καί ὁ ἄσωτος υἱός τῆς Παραβολῆς 76 .

Καιρός τῆς μετανοίας εἶναι ὅλη ἡ παροῦσα ζωή, ἐπειδή συνυπάρχει μ’ αὐτήν τό αὐτεξούσιο. 77 Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τοῦ καιροῦ τῆς μετανοίας εἶναι τά δάκρυα 78 , τά ὁποῖα προκύπτουν ἀπό τήν συντριβή τῆς καρδίας. Τό κριτήριο τοῦ βαθμοῦ τῆς μετανοίας δέν προσδιορίζεται ἀπό τήν ποσότητα τοῦ χρόνου, κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ἀλλά ἀπό τήν διάθεση τῆς ψυχῆς 79 καί εἰδικότερα ἀπό μόνη τήν προαίρεση 80 . Κατά συνέπεια, ἡ ταχύτητα τῆς μετανοίας μπορεῖ νά συμπυκνωθεῖ «ἐν μιᾷ τοῦ καιροῦ ροπῇ» 81 . Ἡ περίπτωση τοῦ ληστῆ στό σταυρό εἶναι ἐνδεικτική 82 .

Εἶναι πολύ γνωστή καί κοινότυπη ἡ διαπίστωση, ὅτι συχνά ἐπαναλαμβάνονται οἱ ἴδιες ἐξομολογηθεῖσες ἁμαρτίες. Τί ἀκριβῶς γίνεται στήν περίπτωση αὐτή; Μήπως τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως δέν λειτούργησε ἤ μήπως τό προηγηθέν μυστήριο τῆς μετανοίας ἦταν ἀνεπαρκές; Καταρχήν, πρέπει ἀπεριφράστως νά ποῦμε ὅτι οἱ ἐξομολογηθεῖσες ἁμαρτίες σίγουρα διαγράφηκαν. Τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας λειτουργοῦν, ἐξαιτίας τῆς ἀξιοπιστίας τοῦ Ἱδρυτοῦ τους, Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο πού πάσχει εἶναι ἡ πληρότητα τῆς μετανοίας μας. Ἡ ἐπανάληψη τῆς ἴδιας ἁμαρτίας ὀφείλεται, κατά τόν Μ. Βασίλειο, στό ὅτι δέν ὑπῆρξε ἡ κάθαρση τοῦ πρώτου αἰτίου τῆς συγκεκριμένης ἁμαρτίας, μέ εἰλικρινῆ καί γνήσια μετάνοια. Ἔτσι, κατά φυσική ἀναγκαιότητα, σάν ἀπό κάποια ρίζα ἀναφύονται τά ἴδια ἁμαρτήματα. 83 Στό σημεῖο αὐτό εἶναι διαφωτιστική καί ἡ παρατήρηση τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅτι δηλαδή, ἐνῶ δυσανασχετοῦμε μέ τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, ἀγαποῦμε τίς αἰτίες πού τήν προκαλοῦν. Γι’αυτό, καί σημειώνει: «Ὅποιος δέν ἀπομακρύνει τόν ἑαυτό του ἑκουσίως ἀπό τά αἴτια τῶν παθῶν, σύρεται ἀκουσίως καί μή βουλόμενος ἀπό τήν ἁμαρτία». 84

Πάντως, κατά τόν Μ. Βασίλειο, τά ἀσφαλῆ κριτήρια γιά τήν διάγνωση τῆς καθάρσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, μετά τήν μετάνοια, εἶναι τό βιούμενο μῖσος γιά τήν τελεσθεῖσα ἁμαρτία 85 . Ἄλλο ἀσφαλές κριτήριο γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ μετανοοῦντος καί ἐξομολογουμένου εἶναι τό βίωμα τῆς οὐράνιας χαρᾶς πού λαμβάνει, ἡ ὁποία, ἐνῶ συνυπάρχει μέ τήν λύπη τῆς ἁμαρτίας, σαφῶς τήν ὑπερκαλύπτει καί βιώνεται ὑπαρξιακῶς. Τό γεγονός αὐτό πιστοποιεῖ ἐμπειρικά, τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὅτι γίνεται «χαρά ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» 86 . Αὐτή ἡ χαρά, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ «εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού προκύπτει ἀπό τή σύνδεση, ὅσων ἐπιστρέφουν καί ζοῦν σέ μετάνοια, μέ τόν Χριστό. Ἡ χαρά αὐτή συμπεριλαμβάνει ὅλους τούς ἔνθεους πού βρίσκονται στόν οὐρανό καί στήν γῆ» 87 . Μέ τήν γνήσια μετάνοια, ὁ ἁμαρτωλός ζωοποιεῖται καί πάλι, πετυχαίνει τήν θεία υἱοθεσία, μετέχει στήν ἀΐδια ζωή καί γεύεται ἀπό τήν παροῦσα ζωή τήν σωτηρία 88 . Ὡς βιούμενο μυστήριο, ἡ μετάνοια ἀποκαλύπτει τό μέγεθος καί τόν βαθμό τῆς ἁμαρτίας μας, χωρίς ὅμως νά ὁδηγεῖ σέ ἄρρωστες, ψυχολογικοῦ χαρακτῆρα, ἐνοχές, παρέχοντας τήν ἄκτιστη Χάρη καί τήν ἄνωθεν εἰρήνη τῶν λογισμῶν στήν καρδιά τοῦ μετανοοῦντος. Ἐδῶ νά σημειώσουμε, ἐπιπροσθέτως, ὅτι κατά τήν βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας μας, γίνεται ὄχι μόνον ἡ ἀποκάλυψη καί ἄλλων ἁμαρτιῶν μας, ἀλλά καί ἡ ἀποκάλυψη τῶν αἰτίων τους. Γι’ αὐτό καί πρέπει νά γίνεται σαφής διάκριση τῶν δύο αὐτοτελῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ μυστηρίου δηλαδή τῆς μετανοίας καί τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, ἐνώπιον τοῦ ἱερέως. Ἡ περίπτωση τῆς ἐξομολογήσεως τοῦ μετανοοῦντος Τελώνου καί τοῦ ἀμετανοήτου Φαρισαίου τῆς Εὐαγγελικῆς Περικοπῆς, εἶναι πολύ διευκρινιστική.

Γιά νά βιωθοῦν τά παραπάνω σωτηριολογικῶς, δέν ἀρκεῖ ἡ μετάνοια καθεαυτήν· ἀπαιτοῦνται -κατά τόν Μ. Βασίλειο, ἀλλά καί κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ- καί καρποί ἄξιοι τῆς μετανοίας. «Τοῖς μετανοοῦσι οὐκ ἀρκεῖ πρός σωτηρίαν ἡ ἀναχώρησις μόνη τῶν ἁμαρτημάτων, χρή δέ αὐτοῖς καί καρπῶν ἀξίων τῆς μετανοίας» 89 , σύμφωνα καί μέ τήν ὑπόδειξη τοῦ Τιμίου Προδρόμου πρός τούς Φαρισαίους καί Σαδουκαίους 90 . Δέν ἀρκεῖ, κατά τόν Μ. Βασίλειο, ἡ γνήσια μετάνοια καί ἡ κατάνυξη γιά τά συγκεκριμένα ἁμαρτήματα, γιά τά ὁποῖα κάποιος μετανοεῖ· πρέπει νά κάνει καί καρπούς ἄξιους τῆς μετανοίας 91 . Ὡς καρποί ἄξιοι τῆς μετανοίας νοοῦνται, τά «ἀντικείμενα τῇ ἁμαρτίᾳ ἔργα δικαιοσύνης» 92 του, δηλαδή ἀντίστοιχη τῆς ἁμαρτίας ἀρετή. «Ἐλοιδόρησας;», σημειώνει, «Εὐλόγησον… Ἐφθόνησας; Παρακάλεσον… Ἐφόνευσας; Μαρτύρησον» 93 . Ἡ θεραπεία διά τῆς μετανοίας πιστοποιεῖται ἐμπράκτως. Γι’ αὐτό, «μετάνοια χωρίς νηστείας, ἀργή» 94 καί «ἐκτός ἐλεημοσύνης (ἐνν. ὑλικῆς ἤ πνευματικῆς, μέ συμβουλές ἤ τήν συγχωρητικότητά μας), νεκρά καί ἄπτερος» 95 , θά σημειώσει καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. Ἡ μετάνοια, λοιπόν, πού βεβαιώνεται ἐμπράκτως, ἑλκύει τό ἔλεος καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ 96 , ἐξαλείφει τήν ἁμαρτία καί λειτουργεῖ ὡς σωτήριο φάρμακο 97 . Ἀσφαλῆ κριτήρια, ἀλλά καί ὁδοί μετανοίας, εἶναι: τό πένθος γιά τήν ἁμαρτία, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ προσευχή καί τά δάκρυα 98 . Μέ τόν τρόπο αὐτό, θά μᾶς πεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, κατανοεῖται ἡ ρήση τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα: «καί ἔσται τά σκολιά εἰς εὐθεῖαν καί αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδούς λείας» 99 , πού σημαίνει: Στραβό εἶναι τό ψεῦδος, ὁ δόλος, ἡ διαβολή· τραχύς δρόμος, ἡ ὀργή, τό μῖσος, ὁ φθόνος, ἡ μνησικακία, τά ὁποῖα γίνονται ἴσια καί ὁμαλοποιοῦνται μεταβαλλόμενα ἀπό τά ἔργα τῆς μετανοίας. Αὐτό ἀκριβῶς ζητοῦσε, ὡς ἔργα μετανοίας, ὁ Πρόδρομος τοῦ Κυρίου ἀπό τούς προσερχομένους πρός αὐτόν 100 .

Τά παραπάνω ἔργα προσδιορίζουν τό περιεχόμενο τῆς θεοσέβειας, τῆς ὁποίας ρίζα εἶναι ἡ μετάνοια. Ὅμως ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται ὡς βιούμενο μυστήριο στήν καρδιά τοῦ πιστοῦ. Ἡ μετάνοια μπορεῖ νά παίρνει εὐρύτερες διαστάσεις καί νά ἐνεργεῖ ὡς θεραπεία εὐρύτερων κοινωνικῶν κακῶν, πρᾶγμα πού πιστοποιεῖται ἱστορικά, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος μᾶς συνιστᾶ: «Μετανοήσωμεν οὖν καί δυσωπήσωμεν (ἄς ἱκετεύσουμε) τόν Θεόν τῇ μετανοίᾳ, ἵνα καί πολέμους ἀφανίσῃ καί βαρβάρους σβέσῃ (ἐξαφανίσει) καί τῶν ἐχθρῶν τάς ἐπαναστάσεις θραύσῃ (συντρίψει) καί δῲη ὑμῖν πάντων τῶν ἀγαθῶν τήν ἀπόλαυσιν. Πολύ τόν Θεόν ἐξιλεοῦται (ἐξευμενίζει) μετάνοια, ὅταν τις γνησίως προσδράμῃ (καταφύγει) τῇ μετανοίᾳ». 101 Κατά συνέπεια, τό κλειδί ἐπίλυσης τῶν προσωπικῶν, κοινωνικῶν καί ἐθνικῶν δυσκολιῶν ἤ καί ἀδιεξόδων εἶναι ἡ γνήσια μετάνοια, ὅπως αὐτή παρουσιάζεται μέσα ἀπό τήν Ἁγιοπατερική μας Παράδοση. Καί κάτι πολύ σημαντικό, πού ἀφορᾶ τήν βίωση τῆς μετανοίας μας. Οἱ συγκεκριμένες ἁμαρίες, γιά τίς ὁποίες ἔχουμε βαθειά μετανοήσει καί εἰλικρινά ἐξομολογηθεῖ, θά πρέπει νά μᾶς παραμείνουν ἀλησμόνητες. Θά πρέπει μάλιστα νά τίς ἔχουμε ἰσοβίως ἐνώπιόν μας, παρά τό γεγονός ὅτι ἔχουμε γευθεῖ «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» τήν συγχώρησή τους ἀπό τόν Θεό. «Τόν μετανοοῦντα», σημειώνει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «οὐδέποτε χρή λήθη παραδοῦναι τήν ἁμαρτίαν, ἀλλά τόν Θεόν παρακαλεῖν μή μνησθῆναι αὐτῆς, αὐτόν δέ μήποτε ἐπιλαθέσθαι αὐτῆς· ἐάν ἡμεῖς αὐτῆς μνημονεύωμεν, ὁ Θεός αὐτῆς ἐπιλήσεται» 102 .

Τά παραπάνω ἔχουν καί τήν Βιβλική κατοχύρωσή τους. Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε τόν προφητάνακτα Δαυΐδ, ὁ ὁποῖος στόν Ψαλμό τῆς μετανοίας του λέει: «τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστί διαπαντός» 103 . Δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο, ὅτι καί μέχρι τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας ἐπαναλαμβάνουμε, διά τοῦ ψάλτου, τό «Κύριε ἐλέησον». Παρά τήν μετάνοιά μας, τήν εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση καί τά ἐνδεχομένως καλά ἔργα μας, ἀφηνόμαστε κυριολεκτικά στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος θά φανερώσει στήν Τελική Κρίση Του, ἄν οἱ ρίζες τῶν ἁμαρτιῶν μας –δηλαδή οἱ ἐπιθυμίες μας- κρατήθηκαν ἀπό ἐμᾶς, ἀγαπητικῶς, βαθιά στήν καρδιά μας. Γι’ αὐτό καί ἡ προσευχή μας «ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με», εἶναι καθοριστική. (Ἀναφορά στήν Διαθήκη τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου καί ὅσα ἐκμυστηρεύτηκε ὁ ἅγιος Παΐσιος, λίγο πρίν τήν κοίμησή του).

 

ε) Ποιές εἶναι οἱ θεσμικές ἁμαρτίες στίς μέρες μας

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, στήν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ἀκολουθεῖ φυσιολογικά ἡ αἰσχύνη, ἐνῶ στή μετάνοια ἀκολουθεῖ ἡ παρρησία. Ἤδη ὅμως καί κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος, ὁ σατανᾶς ἀνέτρεψε αὐτήν τήν τάξη καί ἔδωσε τήν παρρησία στήν ἁμαρτία καί στήν μετάνοια ἔδωσε τήν αἰσχύνη. 104

Ὅμως, στίς μέρες μας, ἡ κατάσταση αὐτή χειροτέρεψε πολύ περισσότερο. Συγκεκριμένα, οἱ ἁμαρτίες μας, ὡς πιστῶν, πῆραν καί θεσμικό χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος ἐκφράστηκε τόσο ἀπό νόμους τῆς Πολιτείας τῶν τελευταίων ἐτῶν ὅσο καί ἀπό τήν διηυρημένη Σύναξη τῆς πλειοψηφίας τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, ἀλλά καί μέ τήν ἐκκλησιαστική κρίση στήν Οὐκρανία.

Οἱ θεσμικές αὐτές ἀποκλίσεις ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί τήν ἑνότητά μας στό Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μᾶς ἀφοροῦν ὅλους, ἄμεσα ἤ ἔμμεσα, λιγότερο ἤ περισσότερο. Καί ἡ θεραπεία μας βρίσκεται στόν «μονόδρομο» τῆς μετανοίας καί τῆς ταπεινώσεώς μας. Γιατί, προφανῶς, πίσω ἀπό τίς προσωπικές ἤ θεσμικές ἐκφράσεις τῆς ἁμαρτίας μας βρίσκεται ἡ ἔπαρση καί ἡ φιλοπρωτεία μας. Ὡς πιστοί, ἄς φοβηθοῦμε τουλάχιστον τήν θεσμική πτώση τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης ἀπό τήν Ἐκκλησία – ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς φιλοπρωτείας- καί ἄς παραδειγματιστοῦμε. Μή καλλιεργοῦμε φροῦδες ἐλπίδες διασώσεώς μας, ἐξαιτίας τῆς μακροθυμίας καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ Θεός δέν λυπήθηκε τό τάγμα τοῦ Ἑωσφόρου καί ὅλους τούς ἀνθρώπους, πρίν τόν κατακλυσμό, ἐκτός ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ Δικαίου Νῶε, δέν θά λυπηθεῖ καί ἐμᾶς, ἄν ἐμμείνουμε στήν ἀμετανοησία μας. Θα μᾶς ἀποκόψει ἀπό τήν Ἐκκλησία Του καί τήν Θεοκοινωνία Του.

Μποροῦμε, ρεαλιστικά, νά αἰσιοδοξοῦμε, μόνον ὅταν βαθιά μετανοοῦμε. Τότε, σίγουρα, ὅλα θεραπεύονται καί ἀποκαθίσταται ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότητά μας.

Τέλος, ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου εἶναι πολύ διαφωτιστική γιά τήν βαθιά κατανόηση ὅσων εἴπαμε γιά τήν Ἱερά Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐσωτερική σχέση της μέ τήν μετάνοια. Ὁ ἄσωτος υἱός, μέ τήν αὐτοεπίσκεψή του –«ἐλθών εἰς ἑαυτόν»-, ὅταν δηλαδή εἶδε τό «κατ’ εἰκόνα» του, πρῶτα ἦρθε σέ ἐπίγνωση τῆς ἀποστασίας του ἀπό τόν Θεό καί τό θέλημά Του. Δεύτερον, ἔδειξε διάθεση ἐπιστροφῆς. Τρίτον, μετανόησε βαθιά. Τέταρτον, μέ τήν ἐξομολόγηση τοῦ βιώματος τῆς μετανοίας του, ἔλαβε ἄφεση ἁμαρτιῶν, εὑρισκόμενος στήν τρυφερή ἀγγαλιά τοῦ Πατέρα Του. Πέμπτον, ἀποκαταστάθηκε στήν προηγούμενη θέση του μέ τήν υἱοθεσία, πού ἐκφράστηκε –συμβολικά- μέ τό δακτυλίδι πού ἔλαβε. Ἕκτον, βίωσε χαρισματικά τήν παρουσία τοῦ Πατέρα του μέσα του. Ἕβδομον, μοιράστηκε τόν «μόσχο τόν σιτευτό», δηλαδή τόν Χριστό πού βίωνε, μέ τούς φίλους του. Αὐτό τό τελευταῖο ἦταν ἡ μυστική Ἱεραποστολή του καί τό κήρυγμά του. Αὐτός εἶναι –κατά τήν γνώμη μας- οὐσιαστικά, ὁ χαρακτήρας τῆς Ἱεραποστολῆς σέ προσωπικό καί σέ θεσμικό ἐπίπεδο. Νά κηρύξουμε δηλαδή αὐτό πού βιώνουμε μέ τήν μετάνοια καί τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Στόν βαθμό, μάλιστα, αὐτοῦ τοῦ βιώματός μας, θά εἶναι καί ἡ ἀποτελεσματικότητά της στούς «ἐγγύς» καί στούς «μακράν», ἀφοῦ, πρακτικῶς, ἔτσι γινόμαστε εὔχρηστα σκεύη τῆς χαρισματικῆς παρουσίας καί ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ πορεία εἶναι ἐπώδυνη, ἀλλά, μετά τήν ἄφεση τῶν ἁματιῶν μας, ὁδηγεῖ στήν ἔνδυσή μας μέ τήν «πρώτη στολή», τήν ὁποία ἀπεκδυθήκαμε μέ τήν ἀποστασία τῆς ἁμαρτίας μας.

Μθ. 28,19-20. Μθ. 28,20. Μθ. 28,20. Μθ. 3,2.

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21

Μθ. 3,11.

Ἰω. 1,34.

Ἰω. 1,29.

Μθ. 3,11. Μκ. 1,15.

Λκ. 17,21.

Μθ. 12,28.

Βλ. ΕΠΕ 11, σ. 502.

Ἀπ. 3,16.

Ἀπ. 3,19-20.

Ἀπ. 3,21-22.

Λκ. 24,45.

Λκ. 24,47.

βλ. Πρξ. 2,37-38.

Ἀπ. 2,4-5.

Πρβλ. 2,16.

Ἀπ. 3,3.

22

23 24

Μθ. 7,5.

Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, PG 60,503 καί Μ. Βασιλείου, PG 31,1354B. Μ. Βασιλείου, PG 30,528C.

13 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71 72 73 74 75 76 77 78 79 80 81

Βλ. PG 151,196CD.

Βλ. Μ. Βασιλείου, PG 31, 1354Β.

Βλ. Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, PG 58,473.

PG 37,662.

PG 61,268-269.

PG 31,212.

Βλ. Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, PG 49, 309-310.

Βλ. ΕΠΕ 11, σ. 494.

Βλ. ΕΠΕ 11, σ. 196-198.

Βλ. Μ. Βασιλείου, PG 31,741.

Α΄ Ἰω. 3,8.

PG 31,1268ΑΒ.

Βλ. PG 55,437.

Βλ. PG 54,687.

Βλ. PG 51,60.

Βλ. PG 55,257.

Βλ. PG 54,550.

Βλ. PG 49,99.

Βλ. PG 53,270.

Ἰω. 8,34.

Βλ. PG 31,1112C-1113A.

Βλ. PG 31,676Α.

PG 49,38.

Βλ. PG 49, 331-332.

Βλ. Α΄ Κορ. 5,1-5.

Βλ. PG 31,1084D-1085C.

PG 30,764CD.

PG 31,1133D-1136C καί Μθ. 15,19.

PG 31,332D.

Βλ. Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, PG 61,144.

Βλ. PG 61,258.

Βλ. Μ. Βασιλείου, PG 31,340Α.

PG 31,1136C.

Βλ. Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, PG 62,20-21.

Βλ. Μ. Βασιλείου, PG 31,436ΑΒ.

Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, PG 151,428C.

Βλ. Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, PG 61,138.

Βλ. PG 53,170.

Βλ. PG 61,92.

Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, ΕΠΕ 11, σ. 598.

PG 32,652Α.

PG 31,662Α.

Βλ. PG 55,228. Πρβλ. PG 52,399-400 καί PG 62,92. Βλ. ΕΠΕ 11, σ. 480.

Βλ. Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, PG 49,338.

PG 64,424.

Βλ. PG 49,323.

Βλ. PG 52,451.

Βλ. PG 58,638.

Βλ. ΕΠΕ 11, σ. 492.

Βλ. PG 151, 361C.

Βλ. ΕΠΕ 11, σ. 492.

Βλ. PG 150,1053Α.

Βλ. Μ. Βασιλείου, PG 31,1088C.

Βλ. PG 47,284-285.

PG 48,753-755.

PG 59,28.

14 82

83

PG 53,247-248. PG 31,1285AC.

84 Ἀσκητικοί Λόγοι, Λόγος Ε΄, ἐκδ. Α. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι, 1961, σ.17.

Βλ. PG 31,1089AB και 1092Α.

85 86 87 88 89 90 91 92 93 94 95 96 97 98 99 100

Λκ. 15,7.

Βλ. PG 151,52CD.

Βλ. ΕΠΕ 11, σ. 446-448.

PG 32,292C.

βλ. Μθ. 3,7-11.

Βλ. PG 31,700B-704C.

Βλ. PG 31,1284BC.

PG 30,325C-328A.

PG 31,168A.

PG 49,392.

Βλ. PG 25,74.

Βλ. Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, PG 49,327-328.

Βλ. Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 30, σ. 112-156. Λκ. 3,5.

Βλ. ΕΠΕ 11, σ. 494-496.

101 PG 56,407.

102 PG 63,215-216 καί PG 49,328. 103 Ψμ. 50,5.

104 PG 49,337-338.